Anonymous

κατείργω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> enfermer, resserrer, bloquer : [[ἐς]] [[τὰς]] [[νέας]] HDT dans les vaisseaux ; presser fortement, réduire à l'étroit, acc. ; <i>Pass.</i> être contraint ; τὸ κατειργόμενον THC ce qu’on fait sous l'empire de la nécessité;<br /><b>2</b> réprimer, empêcher ; restreindre : τὴν φιλαρχίαν PLUT l'amour du pouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴργω]].
|btext=<b>1</b> enfermer, resserrer, bloquer : [[ἐς]] [[τὰς]] [[νέας]] HDT dans les vaisseaux ; presser fortement, réduire à l'étroit, acc. ; <i>Pass.</i> être contraint ; τὸ κατειργόμενον THC ce qu’on fait sous l'empire de la nécessité;<br /><b>2</b> réprimer, empêcher ; restreindre : τὴν φιλαρχίαν PLUT l'amour du pouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴργω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατείργω''': Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. [[ἔργω]][[ὡσαύτως]] -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ [[ἐντός]]…, [[ἐγκλείω]], τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς [[νέας]] κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- [[καθόλου]], [[καταπιέζω]], εἰς δυσκολίας [[περιάγω]], κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- [[περιορίζω]], τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.
|elnltext=κατ-είργω of καθ-είργω en καθ-είργνυμι, Ion. κατέργω en κατέργνυμι insluiten:; ἐς τὰς νέας κ. opsluiten in de schepen Hdt. 5.63.4; in bedwang houden:; τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι dat de zwakkere door de sterkere onder de duim wordt gehouden Thuc. 1.76.2; ook med. belemmeren, verhinderen:. κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν verhinderend dat de doden een graf krijgen Eur. Suppl. 308; τὴν φιλαρχίαν het machtsstreven belemmeren Plut. Pomp. 53.7.
}}
{{elru
|elrutext='''κατείργω:''' ион. [[κατέργω]] и [[κατείργνυμι|κατείργνῡμι]] (aor. κάτερξα)<br /><b class="num">1)</b> [[загонять]] (τοὺς [[βοῦς]] ἐς μέσα τὰ φρύγανα, τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς [[νέας]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[загонять в тупик]], [[запирать]], [[блокировать]] (τοὺς Ἀθηναίους Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[принуждать]], [[заставлять]] (τινὰ φόβῳ Plut.): ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Thuc. покоряться более сильному; τὸ κατειργόμενον Thuc. необходимость, неизбежность;<br /><b class="num">4)</b> [[препятствовать]], [[мешать]] (τινὰ ποιεῖν τι Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[сдерживать]], [[ограничивать]] (τὴν φιλαρχίαν Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατείργω:''' Ιων. <i>-[[έργω]]</i>· μέλ. <i>-είρξω</i>, Ιων. <i>-έρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα σε, [[κλείνω]] μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε [[δυσκολία]], στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· <i>τὸ κατειργόμενον</i>, αυτό που πράττεται από [[ανάγκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατείργω:''' Ιων. <i>-[[έργω]]</i>· μέλ. <i>-είρξω</i>, Ιων. <i>-έρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα σε, [[κλείνω]] μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε [[δυσκολία]], στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· <i>τὸ κατειργόμενον</i>, αυτό που πράττεται από [[ανάγκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατείργω:''' ион. [[κατέργω]] и [[κατείργνυμι|κατείργνῡμι]] (aor. κάτερξα)<br /><b class="num">1)</b> [[загонять]] (τοὺς [[βοῦς]] ἐς μέσα τὰ φρύγανα, τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς [[νέας]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[загонять в тупик]], [[запирать]], [[блокировать]] (τοὺς Ἀθηναίους Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[принуждать]], [[заставлять]] (τινὰ φόβῳ Plut.): ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Thuc. покоряться более сильному; τὸ κατειργόμενον Thuc. необходимость, неизбежность;<br /><b class="num">4)</b> [[препятствовать]], [[мешать]] (τινὰ ποιεῖν τι Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[сдерживать]], [[ограничивать]] (τὴν φιλαρχίαν Plut.).
|lstext='''κατείργω''': Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. [[ἔργω]][[ὡσαύτως]] -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ [[ἐντός]]…, [[ἐγκλείω]], τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς [[νέας]] κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- [[καθόλου]], [[καταπιέζω]], εἰς δυσκολίας [[περιάγω]], κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- [[περιορίζω]], τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-είργω of καθ-είργω en καθ-είργνυμι, Ion. κατέργω en κατέργνυμι insluiten:; ἐς τὰς νέας κ. opsluiten in de schepen Hdt. 5.63.4; in bedwang houden:; τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι dat de zwakkere door de sterkere onder de duim wordt gehouden Thuc. 1.76.2; ook med. belemmeren, verhinderen:. κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν verhinderend dat de doden een graf krijgen Eur. Suppl. 308; τὴν φιλαρχίαν het machtsstreven belemmeren Plut. Pomp. 53.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -έργω fut. -είρξω ionic -έρξω<br /><b class="num">I.</b> to [[drive]] [[into]], [[shut]] in, Hdt.:—[[generally]], to [[press]] [[hard]], [[reduce]] to straits, Hdt.:—Pass. to be hemmed in, kept [[down]], Thuc.; τὸ κατειργόμενον [[what]] is done under [[necessity]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[hinder]], [[prevent]], Eur.
|mdlsjtxt=ionic -έργω fut. -είρξω ionic -έρξω<br /><b class="num">I.</b> to [[drive]] [[into]], [[shut]] in, Hdt.:—[[generally]], to [[press]] [[hard]], [[reduce]] to straits, Hdt.:—Pass. to be hemmed in, kept [[down]], Thuc.; τὸ κατειργόμενον [[what]] is done under [[necessity]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[hinder]], [[prevent]], Eur.
}}
}}