Anonymous

καθυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> tromper par un art de comédien;<br /><b>2</b> feindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑποκρίνομαι]].
|btext=<b>1</b> tromper par un art de comédien;<br /><b>2</b> feindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑποκρίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
|elnltext=καθυποκρίνομαι [κατά, ὑποκρίνω] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[вводить в заблуждение]] (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[принимать вид]], [[прикидываться]]: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθῠποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[вводить в заблуждение]] (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[принимать вид]], [[прикидываться]]: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=καθυποκρίνομαι [κατά, ὑποκρίνω] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κρῐνοῦμαι<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[subdue]] by histrionic arts, Dem.<br /><b class="num">II.</b> c. inf. to [[pretend]] to be [[some]] one [[else]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. -κρῐνοῦμαι<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[subdue]] by histrionic arts, Dem.<br /><b class="num">II.</b> c. inf. to [[pretend]] to be [[some]] one [[else]], Luc.
}}
}}