Anonymous

κρύσταλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ, qqf ἡ)<br /><b>1</b> glace, eau congelée;<br /><b>2</b> cristal, verre transparent.<br />'''Étymologie:''' R. Κρυ, être glacé ; cf. [[κρύος]].
|btext=ου (ὁ, qqf ἡ)<br /><b>1</b> glace, eau congelée;<br /><b>2</b> cristal, verre transparent.<br />'''Étymologie:''' R. Κρυ, être glacé ; cf. [[κρύος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρύσταλλος''': , ([[κρύος]], κρυσταίνω) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
|elnltext=κρύσταλλος -ου, ὁ [~ κρύος] ijs:. ἀνυπόδητος διὰ τοῦ κρυστάλλου ἐπορεύετο (Socrates) liep op blote voeten over het ijs Plat. Smp. 220b. kristal:. αἱ δ’ ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ... ἰνδάλλοντο de kiezelstenen op de bodem leken wel kristal Theocr. Id. 22.39.
}}
{{elru
|elrutext='''κρύσταλλος:''' ὁ, иногда Anth. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лед]] (κ. [[ὕδωρ]] πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Thuc. лед был непрочен;<br /><b class="num">2)</b> [[горный хрусталь]], [[кристалл]] (λαμπρὸς ὡς κ. NT);<br /><b class="num">3)</b> [[хрустальный сосуд]] (χιονέη Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρύσταλλος:''' ὁ, иногда Anth. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лед]] (κ. [[ὕδωρ]] πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Thuc. лед был непрочен;<br /><b class="num">2)</b> [[горный хрусталь]], [[кристалл]] (λαμπρὸς ὡς κ. NT);<br /><b class="num">3)</b> [[хрустальный сосуд]] (χιονέη Anth.).
|lstext='''κρύσταλλος''': ὁ, ([[κρύος]], κρυσταίνω) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
}}
{{elnl
|elnltext=κρύσταλλος -ου, ὁ [~ κρύος] ijs:. ἀνυπόδητος διὰ τοῦ κρυστάλλου ἐπορεύετο (Socrates) liep op blote voeten over het ijs Plat. Smp. 220b. kristal:. αἱ δ’ ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ... ἰνδάλλοντο de kiezelstenen op de bodem leken wel kristal Theocr. Id. 22.39.
}}
}}
{{etym
{{etym