Anonymous

κορυνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; [[οἱ]] κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; [[οἱ]] κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
|elnltext=κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠνηφόρος:''' ὁ Her., Plut., Diog. L. = [[κορυνήτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορῠνηφόρος:''' ὁ Her., Plut., Diog. L. = [[κορυνήτης]].
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορυνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[club]]-[[bearing]]: κορυνοφόροι, οἱ, [[club]]-bearers, the [[body]]-[[guard]] of Peisistratus, Hdt.
|mdlsjtxt=κορυνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[club]]-[[bearing]]: κορυνοφόροι, οἱ, [[club]]-bearers, the [[body]]-[[guard]] of Peisistratus, Hdt.
}}
}}