Anonymous

κυδιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui rend glorieux;<br /><b>2</b> illustre.<br />'''Étymologie:''' [[κυδιάω]].
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui rend glorieux;<br /><b>2</b> illustre.<br />'''Étymologie:''' [[κυδιάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡδιάνειρα''': ἡ, ([[κῦδος]]) ὡς τὸ [[ἀντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[μάχη]], Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.
|elnltext=κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.).
|lstext='''κῡδιάνειρα''': ἡ, ([[κῦδος]]) ὡς τὸ [[ἀντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[μάχη]], Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡδι-άνειρα, ἡ, [[κῦδος]], [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> glorifying or ennobling men, [[bringing]] them [[glory]] or [[renown]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[famous]] for men, Anth.
|mdlsjtxt=κῡδι-άνειρα, ἡ, [[κῦδος]], [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> glorifying or ennobling men, [[bringing]] them [[glory]] or [[renown]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[famous]] for men, Anth.
}}
}}