Anonymous

κυβιστητήρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fait la culbute, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> faiseur de tours;<br /><b>2</b> sauteur, plongeur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβιστάω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fait la culbute, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> faiseur de tours;<br /><b>2</b> sauteur, plongeur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβιστάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠβιστητήρ''': ῆρος, , ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.
|elnltext=κυβιστητήρ -ῆρος, ὁ [κυβιστάω] acrobaat. duiker.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβιστητήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> плясун-акробат Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[пловец]], [[водолаз]] Hom.;<br /><b class="num">3)</b> [[бросающийся вниз головой]] (ἐς [[οὖδας]] πρὸ τειχέων Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' -ῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ακροβάτης]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που τινάζεται με το [[κεφάλι]] [[μπροστά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' -ῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ακροβάτης]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που τινάζεται με το [[κεφάλι]] [[μπροστά]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠβιστητήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> плясун-акробат Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[пловец]], [[водолаз]] Hom.;<br /><b class="num">3)</b> [[бросающийся вниз головой]] (ἐς [[οὖδας]] πρὸ τειχέων Eur.).
|lstext='''κῠβιστητήρ''': ῆρος, ὁ, ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.
}}
{{elnl
|elnltext=κυβιστητήρ -ῆρος, ὁ [κυβιστάω] acrobaat. duiker.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj