Anonymous

κυλλός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé;<br /><b>2</b> tortu, déformé.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. [[κοῖλος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé;<br /><b>2</b> tortu, déformé.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. [[κοῖλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυλλός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, [[χωλός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ [[βλαισός]], Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), [[βάλε]] εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
|elnltext=κυλλός -ή -όν krom, misvormd (van personen en lichaamsdelen).
}}
{{elru
|elrutext='''κυλλός:''' [[кривой]], [[хромой]] ([[πούς]] Arph.). - см. тж. [[κυλλή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κυλλός:''' -ή, -όν, [[κουτσός]], [[παράλυτος]], [[χωλός]], [[κυρίως]] λέγεται για [[στρεβλά]] πόδια από [[ασθένεια]], σε Αριστοφ.· <i>ἔμβαλε κυλλῇ</i> (ενν. <i>χειρί</i>), του έβαλε σε παράλυτο-κουλό [[χέρι]], δηλ. με τα δάχτυλα κυρτωμένα, όπως σε ζητιάνου, στον ίδ.
|lsmtext='''κυλλός:''' -ή, -όν, [[κουτσός]], [[παράλυτος]], [[χωλός]], [[κυρίως]] λέγεται για [[στρεβλά]] πόδια από [[ασθένεια]], σε Αριστοφ.· <i>ἔμβαλε κυλλῇ</i> (ενν. <i>χειρί</i>), του έβαλε σε παράλυτο-κουλό [[χέρι]], δηλ. με τα δάχτυλα κυρτωμένα, όπως σε ζητιάνου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυλλός:''' [[кривой]], [[хромой]] ([[πούς]] Arph.). - см. тж. [[κυλλή]].
|lstext='''κυλλός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, [[χωλός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ [[βλαισός]], Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), [[βάλε]] εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυλλός -ή -όν krom, misvormd (van personen en lichaamsdelen).
}}
}}
{{etym
{{etym