Anonymous

κυψέλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> saleté dans le creux de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte, coffre;<br /><b>3</b> cellule d'abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> saleté dans le creux de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte, coffre;<br /><b>3</b> cellule d'abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυψέλη''': , πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
|elnltext=κυψέλη -ης, ἡ kist.
}}
{{elru
|elrutext='''κυψέλη:''' ἡ [[ящик]], [[сундук]], [[ларь]] Her., Arph., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κυψέλη:''' ἡ, [[κάθε]] βαθύ [[αγγείο]]· [[κιβώτιο]], [[θήκη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κυψέλη:''' ἡ, [[κάθε]] βαθύ [[αγγείο]]· [[κιβώτιο]], [[θήκη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυψέλη:''' ἡ [[ящик]], [[сундук]], [[ларь]] Her., Arph., Plut.
|lstext='''κυψέλη''': , πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
}}
{{elnl
|elnltext=κυψέλη -ης, ἡ kist.
}}
}}
{{etym
{{etym