Anonymous

κρημνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pente très rude, lieu escarpé, précipice, falaise ; [[οἱ]] [[Κρημνοί]] HDT les Escarpements, <i>lieu près de la mer d'Azov</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κρεμ, v. [[κρεμάννυμι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pente très rude, lieu escarpé, précipice, falaise ; [[οἱ]] [[Κρημνοί]] HDT les Escarpements, <i>lieu près de la mer d'Azov</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κρεμ, v. [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρημνός''': ὁ, ([[κρεμάννυμι]]) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), συχν. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, [[ἀπόκρημνος]] καὶ προέχων [[βράχος]], ἀπορρὼξ [[πέτρα]] (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν [[κάτω]], ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ [[μελισσοφάγος]] ([[μέροψ]]) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ [[ἄκρα]] πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ [[ἑκατέρωθεν]] (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη [[μυρτοχειλίδες]] κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» Πολυδ. Βʹ, 174.
|elnltext=κρημνός -οῦ, ὁ steile oever:; οἱ κρημνοὶ τοῦ ὀρύγματος de steile kanten van de gracht Hdt. 7.23.2; steile helling, afgrond:; κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι van de steile rotsen afspringen Thuc. 7.45.2; overdr.:; κρημνοὺς ἐρείδων hoogdravende woorden uitstotend Aristoph. Eq. 628; uitbr. hoogte, berg:. πάρεστιν ἄρτι Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν hij is zojuist aangekomen uit de bergen van Mysië Soph. Ai. 721. plur. schaamlippen; rand van een zweer. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''κρημνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гора]], [[крутизна]], [[круча]], [[утес]] (κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.; κρημνοὶ καὶ ῥήγματα τῆς γῆς Arst.): ποταμοῖο ὑπὸ κρημνούς Hom. под крутыми берегами реки; κρημνοὶ ἐπηρεφέες Hom. высокие края (рва); κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι Thuc. прыгать с обрывов;<br /><b class="num">2)</b> [[гора]] (Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph.; ирон. κρημνοὶ λόγων Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κρημνός:''' ὁ ([[κρήμναμαι]]), ύψωμα που προεξέχει, όπως η απότομη όχθη ποταμού, [[άκρη]] τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], γκρεμώδης [[βράχος]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]], κατσάβραχο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ [[τῶν]] κρημνῶν, [[κάτω]] από τους βράχους των Επιπολών, σε Θουκ.
|lsmtext='''κρημνός:''' ὁ ([[κρήμναμαι]]), ύψωμα που προεξέχει, όπως η απότομη όχθη ποταμού, [[άκρη]] τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], γκρεμώδης [[βράχος]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]], κατσάβραχο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ [[τῶν]] κρημνῶν, [[κάτω]] από τους βράχους των Επιπολών, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρημνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гора]], [[крутизна]], [[круча]], [[утес]] (κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.; κρημνοὶ καὶ ῥήγματα τῆς γῆς Arst.): ποταμοῖο ὑπὸ κρημνούς Hom. под крутыми берегами реки; κρημνοὶ ἐπηρεφέες Hom. высокие края (рва); κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι Thuc. прыгать с обрывов;<br /><b class="num">2)</b> [[гора]] (Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph.; ирон. κρημνοὶ λόγων Arph.).
|lstext='''κρημνός''': , ([[κρεμάννυμι]]) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), συχν. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, [[ἀπόκρημνος]] καὶ προέχων [[βράχος]], ἀπορρὼξ [[πέτρα]] (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν [[κάτω]], ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ [[μελισσοφάγος]] ([[μέροψ]]) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ [[ἄκρα]] πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ [[ἑκατέρωθεν]] (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη [[μυρτοχειλίδες]] ἢ κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» Πολυδ. Βʹ, 174.
}}
{{elnl
|elnltext=κρημνός -οῦ, ὁ steile oever:; οἱ κρημνοὶ τοῦ ὀρύγματος de steile kanten van de gracht Hdt. 7.23.2; steile helling, afgrond:; κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι van de steile rotsen afspringen Thuc. 7.45.2; overdr.:; κρημνοὺς ἐρείδων hoogdravende woorden uitstotend Aristoph. Eq. 628; uitbr. hoogte, berg:. πάρεστιν ἄρτι Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν hij is zojuist aangekomen uit de bergen van Mysië Soph. Ai. 721. plur. schaamlippen; rand van een zweer. Hp.
}}
}}
{{etym
{{etym