Anonymous

κτητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à acquérir, capable d'acquérir ; industrieux;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> possessif.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à acquérir, capable d'acquérir ; industrieux;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> possessif.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κτητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς κτῆσιν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κτᾶσθαι, τῶν οὐκ ὄντων Ἰσοκρ. 283C· ἀπολ., [[ἐπιμελής]], Στράβ. 783· ― ἡ κτητικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι κτήματα, Πλάτ. Σοφιστ. 219C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 1. ΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν κτῆσιν, «[[κτητικός]]»· ― Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ τοῖς αὐτοῖς.
|elnltext=κτητικός -ή -όν [κτάομαι] van het verwerven, verwervings-; ἡ κτητική ( sc. τέχνη) de kunst van het verwerven.
}}
{{elru
|elrutext='''κτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий приобретать]], [[способный наживать]] (τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> грам. [[обозначающий принадлежность]], [[притяжательный]] (ἀντωνυμίαι).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий приобретать]], [[способный наживать]] (τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> грам. [[обозначающий принадлежность]], [[притяжательный]] (ἀντωνυμίαι).
|lstext='''κτητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς κτῆσιν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κτᾶσθαι, τῶν οὐκ ὄντων Ἰσοκρ. 283C· ἀπολ., [[ἐπιμελής]], Στράβ. 783· ― ἡ κτητικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι κτήματα, Πλάτ. Σοφιστ. 219C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 1. ΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν κτῆσιν, «[[κτητικός]]»· ― Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ τοῖς αὐτοῖς.
}}
{{elnl
|elnltext=κτητικός -ή -όν [κτάομαι] van het verwerven, verwervings-; ἡ κτητική ( sc. τέχνη) de kunst van het verwerven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτητικός]], ή, όν [[κτάομαι]]<br />acquisitive: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of getting [[property]], Plat.
|mdlsjtxt=[[κτητικός]], ή, όν [[κτάομαι]]<br />acquisitive: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of getting [[property]], Plat.
}}
}}