Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κῆλον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />javelot, trait, flèche.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> çaljam « flèche ».
|btext=ου (τό) :<br />javelot, trait, flèche.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> çaljam « flèche ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῆλον''': τό, τὸ [[ξύλον]] τοῦ βέλους, αὐτὸ τὸ [[βέλος]], ἐν χρήσει μόνον πληθ., κῆλα θεοῑο, τὰ βέλη τοῦ Ἀπόλλωνος [[ἅπερ]] ἐλογίζοντο ὡς ἐπιφέροντα τὸν αἰφνίδιον θάνατον, Ἰλ. Α. 53, 383· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[Διός]], πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, δηλ. θύελλαν καὶ κεραυνόν, Μ. 280· ἀστεροπὴν καὶ ἀργινόεντα κεραυνόν, κῆλα Διὸς Ἡσ. Θ. 708· χρύσεα κ., ὃ ἐ. τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, Ἀνθ. Π. 14. 139· ― μεταφορ., φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Πινδ. Π. 1. 21. ― ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 178 Göttling, ἀντὶ κήλια ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει χείλεα. (Ἀπίθανος [[εἶναι]] [[σχέσις]] τῆς λέξ. πρὸς τὸ κᾱλα, ξύλα διὰ πῦρ, «καυσόξυλα»· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. ←alyam (sagitta), καὶ ὑποδεικνύει τὴν ῥίζαν ΚΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Λατ. cellere per-cellere).
|elnltext=κῆλον -ου, τό alleen plur. pijlen; overdr.: ( φόρμιγγος ) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας de pijlen (d.w.z. klanken van de citer) betoveren zelfs het hart van de goden Pind. P. 1.12.
}}
{{elru
|elrutext='''κῆλον:''' Hes. тж. [[κήλεον]] τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> досл. древко стрелы, перен. стрела (κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[луч]] (χρύσεα [[κήλη]] ἠελίου Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[κύκλα]]);<br /><b class="num">3)</b> [[звук]] (φόρμιγγος κῆλα Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κῆλον:''' τό, [[ακόντιο]], [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κῆλον:''' τό, [[ακόντιο]], [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῆλον:''' Hes. тж. [[κήλεον]] τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> досл. древко стрелы, перен. стрела (κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[луч]] (χρύσεα [[κήλη]] ἠελίου Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[κύκλα]]);<br /><b class="num">3)</b> [[звук]] (φόρμιγγος κῆλα Pind.).
|lstext='''κῆλον''': τό, τὸ [[ξύλον]] τοῦ βέλους, αὐτὸ τὸ [[βέλος]], ἐν χρήσει μόνον πληθ., κῆλα θεοῑο, τὰ βέλη τοῦ Ἀπόλλωνος [[ἅπερ]] ἐλογίζοντο ὡς ἐπιφέροντα τὸν αἰφνίδιον θάνατον, Ἰλ. Α. 53, 383· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[Διός]], πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, δηλ. θύελλαν καὶ κεραυνόν, Μ. 280· ἀστεροπὴν καὶ ἀργινόεντα κεραυνόν, κῆλα Διὸς Ἡσ. Θ. 708· χρύσεα κ., ὃ ἐ. τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, Ἀνθ. Π. 14. 139· ― μεταφορ., φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Πινδ. Π. 1. 21. ― ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 178 Göttling, ἀντὶ κήλια ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει χείλεα. (Ἀπίθανος [[εἶναι]] [[σχέσις]] τῆς λέξ. πρὸς τὸ κᾱλα, ξύλα διὰ πῦρ, «καυσόξυλα»· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. ←alyam (sagitta), καὶ ὑποδεικνύει τὴν ῥίζαν ΚΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Λατ. cellere per-cellere).
}}
{{elnl
|elnltext=κῆλον -ου, τό alleen plur. pijlen; overdr.: ( φόρμιγγος ) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας de pijlen (d.w.z. klanken van de citer) betoveren zelfs het hart van de goden Pind. P. 1.12.
}}
}}
{{etym
{{etym