Anonymous

κωλῆ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[κωλέα]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[κωλέα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωλῆ''': συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· ([[κῶλον]])· ― [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Τουρκ. «μποῦτι», [[κυρίως]] χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ [[μερίδιον]] ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι [[εἶναι]]: [[κωλεός]], [[κωλήν]], πρβλ. [[κώληψ]]· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. [[εἶναι]] πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], [[ψωλή]], πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.
|elnltext=κωλῆ -ῆς, ἡ [κῶλον] dijbeen, ham:; οἴμοι δὲ τῆς κωλῆς ἣν εγὼ κατήσθιον zonde van de ham die ik placht te eten Aristoph. Pl. 1128; seks. lid, penis:. τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων met het schild voor zijn lid Aristoph. Nub. 989.
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῆ:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бедро]], [[окорок]] Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[membrum]] virile Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κωλῆ:''' ἡ ([[κῶλον]]), το [[οστό]] του μηρού μαζί με τη [[σάρκα]], [[γλουτός]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κωλῆ:''' ἡ ([[κῶλον]]), το [[οστό]] του μηρού μαζί με τη [[σάρκα]], [[γλουτός]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωλῆ:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бедро]], [[окорок]] Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[membrum]] virile Arph.
|lstext='''κωλῆ''': συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· ([[κῶλον]])· ― [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Τουρκ. «μποῦτι», [[κυρίως]] χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ [[μερίδιον]] ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι [[εἶναι]]: [[κωλεός]], [[κωλήν]], πρβλ. [[κώληψ]]· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. [[εἶναι]] πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], [[ψωλή]], πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.
}}
{{elnl
|elnltext=κωλῆ -ῆς, [κῶλον] dijbeen, ham:; οἴμοι δὲ τῆς κωλῆς ἣν εγὼ κατήσθιον zonde van de ham die ik placht te eten Aristoph. Pl. 1128; seks. lid, penis:. τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων met het schild voor zijn lid Aristoph. Nub. 989.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj