Anonymous

κόκκυ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>interj.</i><br />« coucou », <i>cri de l'oiseau de ce nom ; p. ext.</i> allons !.
|btext=<i>interj.</i><br />« coucou », <i>cri de l'oiseau de ce nom ; p. ext.</i> allons !.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόκκῡ''': [[κυρίως]] ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «[[κούκκου]]»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς [[ἐπιφώνημα]], = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· [[κόκκυ]], μεθεῖτε, ἐμπρὸς ἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ [[κόκκυ]], ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, [[κοάξ]]· [[ἐντεῦθεν]] [[κόκκυξ]], [[κοκκύζω]]· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. [[cuculus]]· Ἀρχ. Γερ. [[gauh]] (Σκωτικ. gouh), Γερμ. [[kukuk]], Λιθ. kukúti ([[κοκκύζειν]]), κτλ.)
|elnltext=κόκκυ, onomat., koekoek, roep van de koekoek; interj. vooruit!:. κόκκυ, πεδίονδε vooruit, naar de vlakte! Aristoph. Av. 507.
}}
{{elru
|elrutext='''κόκκυ:''' interj. подраж. крику кукушки «[[куку]]» (ὁπόθ᾽ ὁ [[κόκκυξ]] εἴποι κ. Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόκκῡ:''' [[κυρίως]] κούκου! [[κραυγή]] πουλιού, που χρησιμοποιείται ως [[επιφώνημα]], [[τώρα]]! [[γρήγορα]]! [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]], σε Αριστοφ.· [[κόκκυ]], [[μεθεῖτε]], [[εμπρός]]! αφήστε! στον ίδ.
|lsmtext='''κόκκῡ:''' [[κυρίως]] κούκου! [[κραυγή]] πουλιού, που χρησιμοποιείται ως [[επιφώνημα]], [[τώρα]]! [[γρήγορα]]! [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]], σε Αριστοφ.· [[κόκκυ]], [[μεθεῖτε]], [[εμπρός]]! αφήστε! στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόκκυ:''' interj. подраж. крику кукушки «[[куку]]» (ὁπόθ᾽ ὁ [[κόκκυξ]] εἴποι κ. Arph.).
|lstext='''κόκκῡ''': [[κυρίως]] ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «[[κούκκου]]»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς [[ἐπιφώνημα]], = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· [[κόκκυ]], μεθεῖτε, ἐμπρὸς ἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ [[κόκκυ]], ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, [[κοάξ]]· [[ἐντεῦθεν]] [[κόκκυξ]], [[κοκκύζω]]· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. [[cuculus]]· Ἀρχ. Γερ. [[gauh]] (Σκωτικ. gouh), Γερμ. [[kukuk]], Λιθ. kukúti ([[κοκκύζειν]]), κτλ.)
}}
{{elnl
|elnltext=κόκκυ, onomat., koekoek, roep van de koekoek; interj. vooruit!:. κόκκυ, πεδίονδε vooruit, naar de vlakte! Aristoph. Av. 507.
}}
}}
{{etym
{{etym