3,273,187
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> substance d'un bleu sombre employée pour colorer les ouvrages en métaux (armes, boucliers, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> sorte de minerai bleu employé en teinture;<br /><b>3</b> oiseau à plumage bleu.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> çjâmas « obscur », çjânas « fumée ». | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> substance d'un bleu sombre employée pour colorer les ouvrages en métaux (armes, boucliers, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> sorte de minerai bleu employé en teinture;<br /><b>3</b> oiseau à plumage bleu.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> çjâmas « obscur », çjânas « fumée ». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κύανος -ου, ὁ donkerblauw email (glazuurlaagje). korenbloem.<br />κύανος -η -ον donkerblauw; donker. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύᾰνος:'''<br /><b class="num">I</b> (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вороненая сталь]] (θριγκὸς κυάνοιο Hom.): [[δέκα]] οἶμοι [[μέλανος]] κυάνοιο Hom. десять полос черновороненой стали (на доспехах Агамемнона);<br /><b class="num">2)</b> [[синяя глазурь]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> предполож. [[синий дрозд]] Arst. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύᾰνος:''' <b class="num">II</b> (ῠ) ἡ василек Anth. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''κύανος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυανός]], με σκουρόχρωμο [[περιεχόμενο]], χρησιμοποιείται στην Ηρωική Εποχή για τη [[διακόσμηση]] έργων σε [[μέταλλο]], πιθ. [[μπλε]] [[ατσάλι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., μωβ-[[μπλε]] [[λουλούδι]] του σιταριού, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κυάνεος]], με συγκρ. και υπερθ. <i>κυανώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ανακρεόντ. | |lsmtext='''κύανος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυανός]], με σκουρόχρωμο [[περιεχόμενο]], χρησιμοποιείται στην Ηρωική Εποχή για τη [[διακόσμηση]] έργων σε [[μέταλλο]], πιθ. [[μπλε]] [[ατσάλι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., μωβ-[[μπλε]] [[λουλούδι]] του σιταριού, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κυάνεος]], με συγκρ. και υπερθ. <i>κυανώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ανακρεόντ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κύανος''': -ου, ὁ, ὕλη τις ἔχουσα [[χρῶμα]] βαθὺ κυανοῦν, ἣν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους μετεχειρίζοντο πρὸς καλλωπισμὸν ἔργων ἐκ μετάλλου, ἰδίως ὅπλων καὶ πανοπλιῶν· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ θώρακος τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑπῆρχον [[δέκα]] οἶμοι μέλανος κυάνοιο… κυάνεοι δὲ δράκοντες, ἴρισσιν ἐοικότες, ὀρωρέχατο [[προτὶ]] δειρήν, ἐξετείνοντο πρὸς τὸν λαιμὸν (ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Λ. 24 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους ὑπῆρχον πτύχες κυάνου, Ἀσπ. Ἡρ. 143· καὶ ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο ἦτο ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας. Τὸ [[χρῶμα]] τῆς ὕλης ταύτης ἦτο ἀναμφιβόλως βαθὺ κυανοῦν (κυανοῦ χρώματος λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Πλάτ. Τίμ. 68C), ἀπαστράπτον ἐν τῷ φωτὶ καὶ ποικιλλόμενον (ἴρισσιν ἐοικώς, ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ. Τί ἦτο ἡ ὕλη αὕτη [[εἶναι]] ἀμφίβολον. Γενικῶς νομίζεται ὅτι ἦτο [[κυανοῦς]] χάλυψ καί, εἰ καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ [[σίδηρος]] ἦτο σχετικῶς ἐν ὀλίγῃ χρήσει, ἡ [[τέχνη]] [[ὅμως]] τοῦ σκληρύνειν αὐτὸν δὲν ἦτο [[ἄγνωστος]], ἴδε [[σίδηρος]]. Παρὰ Θεοφρ. [[εἶναι]] τὸ lapis lazuli, [[ἴσως]] ἡ «γαλαζόπετρα», Θεοφρ. π. Λίθ. 31, κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 113C. [[Κατὰ]] τὸν Θεόφρ.: καλεῖται δὲ [[κύανος]] ὁ μὲν ἄρρην ὁ δὲ [[θῆλυς]]· [[μελάντερος]] δὲ ὁ ἄρρην π. Λιθ. 31· παραβάλλει τὸν σάπφειρον πρὸς τὸν ἄρρενα κύανον, 37· λέγει ὅτι [[εἶναι]] ἐξ ἄμμου, τὰ δὲ [[οἷον]] ἄμμου καθάπερ [[χρυσόκολλα]] καὶ [[κύανος]] 40· καὶ ὅτι ὁ [[κύανος]] ἦτο ὁ μὲν αὐτοφυὴς ὁ δὲ σκευαστὸς [[ὥσπερ]] ἐν Αἰγύπτῳ 55· ἦτο [[ὡσαύτως]] καὶ [[εἶδος]] βερνικίου παρασκευαζομένου ἐξ ἀνθρακικοῦ χαλκοῦ, Ἱππ. 268. 31, Λουκ. Λεξιφ. 22, Παυσ. 5. 11, 12, Ἀνθ. Π. 6. 229 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.). 2) ὡς θηλ. κυανοῦν τι [[ἄνθος]] φυόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῷ σίτῳ ἢ ταῖς ζειαῖς, [[αὐτόθι]] 4. 1, 40, Πλίν. 21. 39. 3) [[εἶδος]] πτηνοῦ, Tichodroma muraria, καλουμένου [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59. 4) θαλάσσιον [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[κυάνεος]], Νικ. Θηρ. 438· συγκριτικόν τι καὶ ὑπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσι παρὰ Φιλοστρ. 772, Ἀνακρεοντ. 29, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσαρ. ←yan-as (smoke), ←yâmas (dark)· Λιθ. szemas ([[φαιός]]), καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] τῷ [[κύαμος]] (κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589).) Τὸ ῠ μηκύνεται ἐν δακτυλικοῖς στίχοις [[χάριν]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανόπρῳρος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |