Anonymous

πέλμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />plante des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πέλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />plante des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πέλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέλμα''': τό, τὸ [[ὑποκάτω]] τοῦ ποδὸς [[μέρος]], ἡ «πατοῦνα», Αἰλ. π. Ζ. 14. 3, Ἀρτεμίδ. 4. 24., 5. 81· τὰ π. τῶν δακτύλων Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 46· ἐπὶ καμήλων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) τὸ [[κάτω]] δέρμα τοῦ ὑποδήματος, «πατοῦνα», Ἱππ. Μοχλ. 858, Πολύβ. 12. 6, 4, πρβλ. Νίκ. παρ’ Ἀθην. 370Α. ΙΙ. ὁ [[μίσχος]] τῶν μήλων καὶ [[ἀπίων]], Γεωπ. 10. 25, 1. ΙΙΙ. ἡ [[κονίστρα]] ἢ ἡ [[πλατεῖα]] τοῦ ἱπποδρομίου ἢ τοῦ ἀμφιθεάτρου, Λεόντ. Κύπρ. 1716Β, Χρον. Πασχ. 208, Μαλαλ. 175, 10. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀμφίβολος]]).
|elnltext=πέλμα -ατος, τό zool (van een voet of een schoen).
}}
{{elru
|elrutext='''πέλμα:''' ατος τό подошва (τῶν ὑποδημάτων Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[κάτω]] στηρικτική [[επιφάνεια]] [[κάθε]] ποδιού που εκτείνεται από την [[πτέρνα]] ώς τα δάκτυλα, η [[πατούσα]] («ηὐδόκουν φελεῖν πέλματα ποδῶν αὐτοῦ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] του υποδήματος, η [[σόλα]] («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν ὑποδημάτων ἐμβάλλοντας γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικοδ.)</b> η [[βάση]] μιας κολόνας κατασκευασμένης από οπλισμένο [[σκυρόδεμα]], αλλ. πέδιλο<br /><b>2.</b> [[πλάκα]] με την οποία εδράζεται στο [[δάπεδο]] μια [[μηχανή]]<br /><b>3.</b> [[εσωτερικός]] [[πάτος]] που μπαίνει σε [[υπόδημα]]<br /><b>4.</b> η [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού ή της οπλής τών ζώων<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[στέλεχος]] που μοιάζει με το [[πέλμα]] του ποδιού ανθρώπου και χρησιμεύει για χειρισμό ενός μοχλού με το [[πόδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κονίστρα]] ή η [[πλατεία]] του ιπποδρόμου ή του αμφιθεάτρου<br /><b>2.</b> [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέλ</i>-<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέρ</i>-<i>μα</i>, [[έρμα]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[περιτυλίγω]], [[περικαλύπτω]]» και συνδέεται με: αγγλοσαξ. <i>filmen</i>, λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. ισλδ. <i>fjall</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fel</i>, -<i>lles</i>. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πέλτη]]].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[κάτω]] στηρικτική [[επιφάνεια]] [[κάθε]] ποδιού που εκτείνεται από την [[πτέρνα]] ώς τα δάκτυλα, η [[πατούσα]] («ηὐδόκουν φελεῖν πέλματα ποδῶν αὐτοῦ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] του υποδήματος, η [[σόλα]] («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν ὑποδημάτων ἐμβάλλοντας γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικοδ.)</b> η [[βάση]] μιας κολόνας κατασκευασμένης από οπλισμένο [[σκυρόδεμα]], αλλ. πέδιλο<br /><b>2.</b> [[πλάκα]] με την οποία εδράζεται στο [[δάπεδο]] μια [[μηχανή]]<br /><b>3.</b> [[εσωτερικός]] [[πάτος]] που μπαίνει σε [[υπόδημα]]<br /><b>4.</b> η [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού ή της οπλής τών ζώων<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[στέλεχος]] που μοιάζει με το [[πέλμα]] του ποδιού ανθρώπου και χρησιμεύει για χειρισμό ενός μοχλού με το [[πόδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κονίστρα]] ή η [[πλατεία]] του ιπποδρόμου ή του αμφιθεάτρου<br /><b>2.</b> [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέλ</i>-<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέρ</i>-<i>μα</i>, [[έρμα]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[περιτυλίγω]], [[περικαλύπτω]]» και συνδέεται με: αγγλοσαξ. <i>filmen</i>, λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. ισλδ. <i>fjall</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fel</i>, -<i>lles</i>. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πέλτη]]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέλμα:''' ατος τό подошва (τῶν ὑποδημάτων Polyb.).
|lstext='''πέλμα''': τό, τὸ [[ὑποκάτω]] τοῦ ποδὸς [[μέρος]], ἡ «πατοῦνα», Αἰλ. π. Ζ. 14. 3, Ἀρτεμίδ. 4. 24., 5. 81· τὰ π. τῶν δακτύλων Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 46· ἐπὶ καμήλων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) τὸ [[κάτω]] δέρμα τοῦ ὑποδήματος, «πατοῦνα», Ἱππ. Μοχλ. 858, Πολύβ. 12. 6, 4, πρβλ. Νίκ. παρ’ Ἀθην. 370Α. ΙΙ. ὁ [[μίσχος]] τῶν μήλων καὶ [[ἀπίων]], Γεωπ. 10. 25, 1. ΙΙΙ. ἡ [[κονίστρα]] ἢ ἡ [[πλατεῖα]] τοῦ ἱπποδρομίου ἢ τοῦ ἀμφιθεάτρου, Λεόντ. Κύπρ. 1716Β, Χρον. Πασχ. 208, Μαλαλ. 175, 10. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀμφίβολος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πέλμα -ατος, τό zool (van een voet of een schoen).
}}
}}
{{etym
{{etym