Anonymous

κηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />lié, collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός.
|btext=ος, ον :<br />lié, collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κηρόδετος''': Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, [[μέλι]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. [[πνεῦμα]], τὸ [[φύσημα]] τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.
|elnltext=κηρόδετος -ον [κηρός, δέω] met was samengevoegd.
}}
{{elru
|elrutext='''κηρόδετος:''' [[скрепленный воском]]: κηρόδετον [[πνεῦμα]] Theocr. игра на скрепленной воском свирели.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κηρόδετος:''' Δωρ. καρ-, <i>-ον</i> ([[δέω]]), δεμένος με [[κερί]], [[μέλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κηρόδετος:''' Δωρ. καρ-, <i>-ον</i> ([[δέω]]), δεμένος με [[κερί]], [[μέλι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κηρόδετος:''' [[скрепленный воском]]: κηρόδετον [[πνεῦμα]] Theocr. игра на скрепленной воском свирели.
|lstext='''κηρόδετος''': Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, [[μέλι]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. [[πνεῦμα]], τὸ [[φύσημα]] τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κηρόδετος -ον [κηρός, δέω] met was samengevoegd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δέω]<br />wax-[[bound]], [[μέλι]] Anth.
|mdlsjtxt=[δέω]<br />wax-[[bound]], [[μέλι]] Anth.
}}
}}