Anonymous

κωμάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κωμάσω <i>ou</i> κωμάσομαι, <i>ao.</i> ἐκώμασα, <i>pf.</i> κεκώμακα;<br /><b>I.</b> célébrer les fêtes de Dionysos par des chants et des danses;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> faire une partie de plaisir, aller par les rues en chantant et en dansant au son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> aller en partie de plaisir;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> banqueter, festiner.<br />'''Étymologie:''' [[κῶμος]].
|btext=<i>f.</i> κωμάσω <i>ou</i> κωμάσομαι, <i>ao.</i> ἐκώμασα, <i>pf.</i> κεκώμακα;<br /><b>I.</b> célébrer les fêtes de Dionysos par des chants et des danses;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> faire une partie de plaisir, aller par les rues en chantant et en dansant au son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> aller en partie de plaisir;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> banqueter, festiner.<br />'''Étymologie:''' [[κῶμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωμάζω''': μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― [[κωμάσδω]], μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· ([[κῶμος]]). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «[[κάμνω]] πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. μετὰ μέθης Πλάτ. Νόμ. 637Α· κ. καὶ παιανίζειν Δημ. 321. 17· ὀρχούμενος καὶ κ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Β· κ. μεθ’ ἡμέραν Λυσ. 142. 7· ― πορεύομαι ἐν πομπῇ ἑορταστικῇ, πανηγυρικῶς, κωμάσομεν παρ’ Ἀπόλλωνος Σικυώνοθε… ἐς Αἴτναν Πινδ. Ν. 9. 1· ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου κ. Δημ. 433. 22· ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καθ’ ὅλης τῆς ὑφηλίου κ. Ἱμερ. Ἐκλ. 2. 18. ΙΙ. παρὰ Πινδ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τελῶ κῶμον εἰς τιμὴν τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τοὺς τοιούτους κώμους (ἴδε [[κῶμος]]), κ. σὺν ἑταίροις Πινδ. Ο. 9. 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ., ἑορτὰν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 36, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 180. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ᾄδω πρὸς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ι. 7 (6). 27· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν 9. 157· [[οὕτως]], ἡ [[Ἀφροδίτη]] κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Πλουτ. Ἀντών. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ, [[ἑορτάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ἐξυμνῶ, Πινδ. Ν. 10. 64, Ι. 4. 122 (3. 90)· κ. Δία Τιμοδήμῳ, [[ἑορτάζω]] τὸν Δία [[χάριν]] τοῦ Τιμ., ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· πρβλ. [[χορεύω]]. ΙΙΙ. ἐμφανίζομαι [[ἐξαίφνης]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμαζόντων, μετὰ κώμου ἢ «πατινάδας», ἐπὶ ἐραστῶν, Ἀλκαῖ. 40· κ. ἐπὶ γυναῖκας Ἰσαῖ. 39. 24, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κ. [[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Θεόκρ. 3. 1· εἰς αὐτὴν Ἀλκίφρων 1. 6, πρβλ. Ἀθήν. 574Ε, 348C· ― [[καθόλου]], [[ἐξαίφνης]] ἐμφανίζομαι, κ. εἰς τόπον Ἀνθ. Πλαν. 102· ἐπὶ κακοῦ, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Wernicke εἰς Τρυφ. 314· [[θρῆνος]] εἰς ὑμέναιον Ἀνθ. Π. 7. 186· ― παροιμ., ὗς ἐκώμασεν, ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Παροιμιογρ.
|elnltext=κωμάζω, Dor. κωμάσδω [κῶμος] Dor. imperat. aor. 2 plur. κωμάξατε, ptc. κωμάσαις; Dor. fut. κωμάξομαι aan een feestoptocht deelnemen:; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει die bij optochten ongemaskerd meeloopt Dem. 19.287; feesten:. ὅλην τὴν νύκτα πίνουσι καὶ κωμάζουσιν de hele nacht zitten ze te drinken en te feesten Xen. Cyr. 7.5.15. een serenade brengen: met ἐπί, παρά of πρός + acc..;: κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα ik breng een serenade aan Amaryllis Theocr. Id. 3.1; ἐκώμασε πρῴην ἐπὶ σέ hij bracht je onlangs een serenade Luc. 78.1.4; zingen voor, toezingen, met dat.:; μή τις ὕμνος Βακχίῳ κωμάζεται; er wordt toch geen hymne voor Bacchius gezongen? Luc. 69.78; ook met acc. vieren:. τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν hij vierde zijn overwinning in gezelschap van de goden Eur. HF 180.
}}
{{elru
|elrutext='''κωμάζω:''' дор. [[κωμάσδω]] (дор. 2 л. pl. imper. κωμάξατε, дор. part. κωμάσαις; дор. fut. med. κωμάξομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[совершать шествие в честь Вакха]] (κ. καὶ παιωνίζειν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать веселое шествие]] (ὑπ᾽ αὐλοῦ Hes.; σὺν ὕμνῳ Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[отправляться веселой гурьбой]] ([[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.; ἐπὶ γυναῖκας Isae.);<br /><b class="num">4)</b> [[справлять шумным шествием]] (ἑορτάν Pind.): κ. τινί Pind. совершать шествие в честь кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[отмечать веселыми шествиями]] (τὸν [[καλλίνικον]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[прославлять в шумном веселье]] ([[Δία]] Pind.);<br /><b class="num">7)</b> [[предаваться разгулу]], [[бражничать]] (ὅλην τὴν νύκτα Xen.; μεθ᾽ ἡμέραν Lys.; παίζειν καὶ κ. Plut.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κωμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώμᾰσα</i>, ποιητ. <i>κώμ-</i>· παρακ. <i>κεκώμᾰκα</i>· Δωρ. [[κωμάσδω]], μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ προστ. <i>κωμάξατε</i>· ([[κῶμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε όμιλο γλεντζέδων, [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], [[ξεφαντώνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] σε γιορταστική [[πομπή]], σε Πίνδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γιορτάζω]], [[κῶμος]], προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, [[συμμετέχω]] στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., <i>ἑορτὰν κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] με <i>κῶμον</i>, [[τραγουδώ]] προς τιμήν του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] ή [[γιορτάζω]] αυτόν μέσα ή μέσω του <i>κῶμου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. [[ποτὶ]] τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κωμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώμᾰσα</i>, ποιητ. <i>κώμ-</i>· παρακ. <i>κεκώμᾰκα</i>· Δωρ. [[κωμάσδω]], μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ προστ. <i>κωμάξατε</i>· ([[κῶμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε όμιλο γλεντζέδων, [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], [[ξεφαντώνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] σε γιορταστική [[πομπή]], σε Πίνδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γιορτάζω]], [[κῶμος]], προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, [[συμμετέχω]] στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., <i>ἑορτὰν κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] με <i>κῶμον</i>, [[τραγουδώ]] προς τιμήν του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] ή [[γιορτάζω]] αυτόν μέσα ή μέσω του <i>κῶμου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. [[ποτὶ]] τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωμάζω:''' дор. [[κωμάσδω]] (дор. 2 л. pl. imper. κωμάξατε, дор. part. κωμάσαις; дор. fut. med. κωμάξομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[совершать шествие в честь Вакха]] (κ. καὶ παιωνίζειν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать веселое шествие]] (ὑπ᾽ αὐλοῦ Hes.; σὺν ὕμνῳ Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[отправляться веселой гурьбой]] ([[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.; ἐπὶ γυναῖκας Isae.);<br /><b class="num">4)</b> [[справлять шумным шествием]] (ἑορτάν Pind.): κ. τινί Pind. совершать шествие в честь кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[отмечать веселыми шествиями]] (τὸν [[καλλίνικον]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[прославлять в шумном веселье]] ([[Δία]] Pind.);<br /><b class="num">7)</b> [[предаваться разгулу]], [[бражничать]] (ὅλην τὴν νύκτα Xen.; μεθ᾽ ἡμέραν Lys.; παίζειν καὶ κ. Plut.).
|lstext='''κωμάζω''': μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― [[κωμάσδω]], μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· ([[κῶμος]]). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «[[κάμνω]] πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. μετὰ μέθης Πλάτ. Νόμ. 637Α· κ. καὶ παιανίζειν Δημ. 321. 17· ὀρχούμενος καὶ κ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Β· κ. μεθ’ ἡμέραν Λυσ. 142. 7· ― πορεύομαι ἐν πομπῇ ἑορταστικῇ, πανηγυρικῶς, κωμάσομεν παρ’ Ἀπόλλωνος Σικυώνοθε… ἐς Αἴτναν Πινδ. Ν. 9. 1· ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου κ. Δημ. 433. 22· ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καθ’ ὅλης τῆς ὑφηλίου κ. Ἱμερ. Ἐκλ. 2. 18. ΙΙ. παρὰ Πινδ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τελῶ κῶμον εἰς τιμὴν τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τοὺς τοιούτους κώμους (ἴδε [[κῶμος]]), κ. σὺν ἑταίροις Πινδ. Ο. 9. 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ., ἑορτὰν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 36, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 180. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ᾄδω πρὸς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ι. 7 (6). 27· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν 9. 157· [[οὕτως]], ἡ [[Ἀφροδίτη]] κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Πλουτ. Ἀντών. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ, [[ἑορτάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ἐξυμνῶ, Πινδ. Ν. 10. 64, Ι. 4. 122 (3. 90)· κ. Δία Τιμοδήμῳ, [[ἑορτάζω]] τὸν Δία [[χάριν]] τοῦ Τιμ., ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· πρβλ. [[χορεύω]]. ΙΙΙ. ἐμφανίζομαι [[ἐξαίφνης]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμαζόντων, μετὰ κώμου ἢ «πατινάδας», ἐπὶ ἐραστῶν, Ἀλκαῖ. 40· κ. ἐπὶ γυναῖκας Ἰσαῖ. 39. 24, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κ. [[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Θεόκρ. 3. 1· εἰς αὐτὴν Ἀλκίφρων 1. 6, πρβλ. Ἀθήν. 574Ε, 348C· ― [[καθόλου]], [[ἐξαίφνης]] ἐμφανίζομαι, κ. εἰς τόπον Ἀνθ. Πλαν. 102· ἐπὶ κακοῦ, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Wernicke εἰς Τρυφ. 314· [[θρῆνος]] εἰς ὑμέναιον Ἀνθ. Π. 7. 186· ― παροιμ., ὗς ἐκώμασεν, ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Παροιμιογρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κωμάζω, Dor. κωμάσδω [κῶμος] Dor. imperat. aor. 2 plur. κωμάξατε, ptc. κωμάσαις; Dor. fut. κωμάξομαι aan een feestoptocht deelnemen:; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει die bij optochten ongemaskerd meeloopt Dem. 19.287; feesten:. ὅλην τὴν νύκτα πίνουσι καὶ κωμάζουσιν de hele nacht zitten ze te drinken en te feesten Xen. Cyr. 7.5.15. een serenade brengen: met ἐπί, παρά of πρός + acc..;: κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα ik breng een serenade aan Amaryllis Theocr. Id. 3.1; ἐκώμασε πρῴην ἐπὶ σέ hij bracht je onlangs een serenade Luc. 78.1.4; zingen voor, toezingen, met dat.:; μή τις ὕμνος Βακχίῳ κωμάζεται; er wordt toch geen hymne voor Bacchius gezongen? Luc. 69.78; ook met acc. vieren:. τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν hij vierde zijn overwinning in gezelschap van de goden Eur. HF 180.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[κῶμα]] [[κῶμος]]<br /><b class="num">I.</b> to go [[about]] with a [[party]] of revellers, to [[revel]], make [[merry]], Lat. comissari, Hes., Theogn., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> to go in [[festal]] [[procession]], Pind., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[celebrate]] a [[κῶμος]] in [[honour]] of the [[victor]] at the games, to [[join]] in festivities, Pind.; c. acc. cogn., ἑορτὰν κ. Pind.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. pers. to [[approach]] with a [[κῶμος]], [[sing]] in his [[honour]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. pers. to [[honour]] or [[celebrate]] him in or with the [[κῶμος]], Pind.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] in [[upon]] in the [[manner]] of revellers, κ. [[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.:—[[generally]], to [[burst]] in, Anth.
|mdlsjtxt=[from [[κῶμα]] [[κῶμος]]<br /><b class="num">I.</b> to go [[about]] with a [[party]] of revellers, to [[revel]], make [[merry]], Lat. comissari, Hes., Theogn., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> to go in [[festal]] [[procession]], Pind., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[celebrate]] a [[κῶμος]] in [[honour]] of the [[victor]] at the games, to [[join]] in festivities, Pind.; c. acc. cogn., ἑορτὰν κ. Pind.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. pers. to [[approach]] with a [[κῶμος]], [[sing]] in his [[honour]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. pers. to [[honour]] or [[celebrate]] him in or with the [[κῶμος]], Pind.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] in [[upon]] in the [[manner]] of revellers, κ. [[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.:—[[generally]], to [[burst]] in, Anth.
}}
}}