Anonymous

κύμβη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ἡ (vgl. [[κύμβος]], sanscr. kumba, <b class="b2">Kübel)</b>, übh. Höhlung, hohles Gefäß; – a) [[Kahn]], Nachen, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα Soph. frg. 129; vgl. Ath. XI, 482 d. – b) ein Gefäß, [[Becken]], Nic. Al. 164. – c) πτεροβάμονες κύμβαι, bei Empedocl. 226, sind die [[Vögel]]. – d) ein [[Ränzel]], [[πήρα]], VLL. – Auch = [[κεφαλή]]. Vgl. [[κυβή]] u. [[κύμβαχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ἡ (vgl. [[κύμβος]], sanscr. kumba, <b class="b2">Kübel)</b>, übh. Höhlung, hohles Gefäß; – a) [[Kahn]], Nachen, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα Soph. frg. 129; vgl. Ath. XI, 482 d. – b) ein Gefäß, [[Becken]], Nic. Al. 164. – c) πτεροβάμονες κύμβαι, bei Empedocl. 226, sind die [[Vögel]]. – d) ein [[Ränzel]], [[πήρα]], VLL. – Auch = [[κεφαλή]]. Vgl. [[κυβή]] u. [[κύμβαχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύμβη''': (Α), , τὸ κοῖλον ἀγγείου· [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν, [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], Νικ. Ἀλ. 164, 389, Θ. 943, Ἀθήν. 483Α· = [[ὀξύβαφον]] Ἡσύχ. ΙΙ. [[λέμβος]], [[πλοιάριον]], Λατ. cymba Σοφ. Ἀποσπ. 120. ΙΙΙ. [[πήρα]], «ταγάρι», [[σάκκος]], ὡς τὸ [[κύββα]], Ἡσύχ. (Πρβλ. [[κύμβος]], [[κύμβαλον]], [[κύπελλον]], [[κύββα]], Σανσκρ. kumbhas.)
|elnltext=κύμβη -ης, ἡ cymbe (onbekende vogel).
}}
{{elru
|elrutext='''κύμβη:''' ἡ досл. чаша, перен. челн Soph.: πτεροβάμονες κύμβαι Emped. пернатые челны, т. е. птицы.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κύμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> κοντή και πλατιά [[βάρκα]] που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων<br /><b>2.</b> πτυσσόμενη [[βάρκα]] τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο [[σκελετός]] της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο [[κατάστρωμα]] όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη [[ζεύξη]] ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] αγγείου<br /><b>2.</b> [[αγγείο]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>kumbha</i>, αβεστ. <i>xumba</i> «[[αγγείο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβείον]], [[κυμβίον]]).<br /> <b>(II)</b><br />[[κύμβη]], ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[κύβη]]. [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το [[κύμβη]] (Ι) με σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρόμοια με του λατ. <i>testa</i> «[[κεραμίδι]]», [[αλλά]] και «[[κεφάλι]]». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. [[κύβη]]. Το [[πουλί]] ίσως να ονομάστηκε [[έτσι]] από [[τυχόν]] συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. [[κυμβητιώ]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κύμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> κοντή και πλατιά [[βάρκα]] που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων<br /><b>2.</b> πτυσσόμενη [[βάρκα]] τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο [[σκελετός]] της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο [[κατάστρωμα]] όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη [[ζεύξη]] ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] αγγείου<br /><b>2.</b> [[αγγείο]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>kumbha</i>, αβεστ. <i>xumba</i> «[[αγγείο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβείον]], [[κυμβίον]]).<br /> <b>(II)</b><br />[[κύμβη]], ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[κύβη]]. [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το [[κύμβη]] (Ι) με σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρόμοια με του λατ. <i>testa</i> «[[κεραμίδι]]», [[αλλά]] και «[[κεφάλι]]». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. [[κύβη]]. Το [[πουλί]] ίσως να ονομάστηκε [[έτσι]] από [[τυχόν]] συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. [[κυμβητιώ]])].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύμβη:''' ἡ досл. чаша, перен. челн Soph.: πτεροβάμονες κύμβαι Emped. пернатые челны, т. е. птицы.
|lstext='''κύμβη''': (Α), , τὸ κοῖλον ἀγγείου· [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν, [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], Νικ. Ἀλ. 164, 389, Θ. 943, Ἀθήν. 483Α· = [[ὀξύβαφον]] Ἡσύχ. ΙΙ. [[λέμβος]], [[πλοιάριον]], Λατ. cymba Σοφ. Ἀποσπ. 120. ΙΙΙ. [[πήρα]], «ταγάρι», [[σάκκος]], ὡς τὸ [[κύββα]], Ἡσύχ. (Πρβλ. [[κύμβος]], [[κύμβαλον]], [[κύπελλον]], [[κύββα]], Σανσκρ. kumbhas.)
}}
{{elnl
|elnltext=κύμβη -ης, ἡ cymbe (onbekende vogel).
}}
}}
{{etym
{{etym