Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλεῖθρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />serrure de porte ; τὰ κλεῖθρα les pentures, <i>enveloppes des gonds sur lesquels elles tournent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλείω]].
|btext=ου (τό) :<br />serrure de porte ; τὰ κλεῖθρα les pentures, <i>enveloppes des gonds sur lesquels elles tournent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλείω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλεῖθρον''': Ἰων. κλήϊθρον, Ἀττ. [[κλῇθρον]], τό· ([[κλείω]]). ― μοχλὸς πρὸς [[κλείδωμα]] θύρας, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 146· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς Λατ. claustra, clathra, κλῄθρων λυθέντων Αἰσχύλ. Θήβ. 396· διοίγειν κλῇθρα Σοφ. Ο. Τ. 1287, πρβλ. 1294· κλῇθρα πύλης, δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029· κλῇθρα χαλάσθω Ἀριστοφ. Σφ. 1484· κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 264· ὅτι δὲ οἱ μοχλοὶ οὗτοι ἦσαν ξύλινοι, φαίνεται ἐκ τοῦ Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17, διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα· ἀλλ’ ἔχομεν σιδηρᾶ κλ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχ. 371Β, πρβλ. [[κλεῖστρον]]. ΙΙ. τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ λάρυγγος, ἡ [[εἴσοδος]], Ἱππ. 470. 43 κἑξ.· οὕτω, τὰ κλ. τοῦ Πειραιέως Ἀθήν. 535C.
|elnltext=κλεῖθρον -ου, τό, oud- Att. κλῇθρον, Ion. κλήιθρον, Dor. κλάϊθρον [κλείω] sluitboom, grendel, ook deur, meestal plur. geneesk. strottenhoofd.
}}
{{elru
|elrutext='''κλεῖθρον:''' ион. [[κλήϊθρον]], староатт. [[κλῇθρον]] τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλεῖθρον:''' Ιων. [[κλήϊθρον]], Αττ. [[κλῇθρον]], <i>τό</i> ([[κλείω]]), [[μοχλός]] για το [[κλείδωμα]] της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· [[κυρίως]] στο πληθ., όπως το Λατ. [[claustra]], σε Τραγ. κ.λπ.
|lsmtext='''κλεῖθρον:''' Ιων. [[κλήϊθρον]], Αττ. [[κλῇθρον]], <i>τό</i> ([[κλείω]]), [[μοχλός]] για το [[κλείδωμα]] της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· [[κυρίως]] στο πληθ., όπως το Λατ. [[claustra]], σε Τραγ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλεῖθρον:''' ион. [[κλήϊθρον]], староатт. [[κλῇθρον]] τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами.
|lstext='''κλεῖθρον''': Ἰων. κλήϊθρον, Ἀττ. [[κλῇθρον]], τό· ([[κλείω]]). ― μοχλὸς πρὸς [[κλείδωμα]] θύρας, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 146· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς Λατ. claustra, clathra, κλῄθρων λυθέντων Αἰσχύλ. Θήβ. 396· διοίγειν κλῇθρα Σοφ. Ο. Τ. 1287, πρβλ. 1294· κλῇθρα πύλης, δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029· κλῇθρα χαλάσθω Ἀριστοφ. Σφ. 1484· κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 264· ὅτι δὲ οἱ μοχλοὶ οὗτοι ἦσαν ξύλινοι, φαίνεται ἐκ τοῦ Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17, διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα· ἀλλ’ ἔχομεν σιδηρᾶ κλ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχ. 371Β, πρβλ. [[κλεῖστρον]]. ΙΙ. τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ λάρυγγος, ἡ [[εἴσοδος]], Ἱππ. 470. 43 κἑξ.· οὕτω, τὰ κλ. τοῦ Πειραιέως Ἀθήν. 535C.
}}
{{elnl
|elnltext=κλεῖθρον -ου, τό, oud- Att. κλῇθρον, Ion. κλήιθρον, Dor. κλάϊθρον [κλείω] sluitboom, grendel, ook deur, meestal plur. geneesk. strottenhoofd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />a bar for [[closing]] a [[door]], Hhymn.:—[[mostly]] in plural, like Lat. [[claustra]], Trag., etc.
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />a bar for [[closing]] a [[door]], Hhymn.:—[[mostly]] in plural, like Lat. [[claustra]], Trag., etc.
}}
}}