Anonymous

παλέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[παλαίω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[παλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλέω''': φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς [[στόλος]]. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος [[τύπος]] «πεπαλμένος
|elnltext=παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.
}}
{{elru
|elrutext='''παλέω:''' ион. терпеть поражение в бою (εἰ [[παλήσειε]] ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰλέω:''' γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>παλήσειε</i>· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πᾰλέω:''' γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>παλήσειε</i>· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παλέω:''' ион. терпеть поражение в бою (εἰ [[παλήσειε]] ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] Her.).
|lstext='''πᾰλέω''': φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς [[στόλος]]. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος [[τύπος]] «πεπαλμένος
}}
{{elnl
|elnltext=παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.
}}
}}
{{etym
{{etym