Anonymous

κόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d'orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d'orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
|elnltext=κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil.
}}
{{elru
|elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόλλιξ:''' -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή [[άρτος]] από χονδρό [[αλεύρι]].
|lsmtext='''κόλλιξ:''' -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή [[άρτος]] από χονδρό [[αλεύρι]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]).
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
}}
{{elnl
|elnltext=κόλλιξ -ικος, , geneesk. schijfje, pil.
}}
}}
{{etym
{{etym