Anonymous

παμποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />couvert de broderies.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ποικίλος]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />couvert de broderies.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ποικίλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παμποίκῐλος''': -ον, [[πολυποίκιλος]], ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, [[κατάστικτος]], Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ [[πάνυ]] ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
|elnltext=παμποίκιλος -ον [πᾶς, ποικίλος] bontgekleurd. overdr. zeer gevarieerd, allerlei.
}}
{{elru
|elrutext='''παμποίκῐλος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> [[чрезвычайно пестрый]], [[многоцветный]] (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма разнообразный]] (ἀλλοιότητες Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[смешанный]], [[разношерстный]] ([[δῆμος]] Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παμποίκῐλος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> [[чрезвычайно пестрый]], [[многоцветный]] (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма разнообразный]] (ἀλλοιότητες Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[смешанный]], [[разношерстный]] ([[δῆμος]] Plut.).
|lstext='''παμποίκῐλος''': -ον, [[πολυποίκιλος]], ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, [[κατάστικτος]], Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ [[πάνυ]] ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
}}
{{elnl
|elnltext=παμποίκιλος -ον [πᾶς, ποικίλος] bontgekleurd. overdr. zeer gevarieerd, allerlei.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παμ-ποίκῐλος, ον,<br />all-[[variegated]], of [[rich]] and [[varied]] [[work]], Hom.: all-[[spotted]], of [[fawn]]-skins, Eur.
|mdlsjtxt=παμ-ποίκῐλος, ον,<br />all-[[variegated]], of [[rich]] and [[varied]] [[work]], Hom.: all-[[spotted]], of [[fawn]]-skins, Eur.
}}
}}