Anonymous

κυνηγέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνηγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]])· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, [[θηρευτής]], Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ [[βραβεῖον]] ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. [[κυνηγέτις]], Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.
|elnltext=κυνηγέτης -ου, ὁ, Dor. κυνᾱγέτας [κύων, ἄγω] jager.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγέτης:''' дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνηγέτης:''' дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.
|lstext='''κῠνηγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]])· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, [[θηρευτής]], Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ [[βραβεῖον]] ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. [[κυνηγέτις]], Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνηγέτης -ου, , Dor. κυνᾱγέτας [κύων, ἄγω] jager.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj