Anonymous

κόρθυς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ».
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου.
|elnltext=κόρθυς -υος, ἡ stapel, hoop.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρθῠς:''' υος куча, груда: [[τᾶς]] κόρθυος ἁ [[τομά]] Theocr. ряд сжатых колосьев.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόρθῠς:''' -υος, ἡ, επιτετ. [[τύπος]] του [[κόρυς]]· στον Θεόκρ., <i>κόρθυος ἁ τομά</i>, [[δεμάτιο]] θερισμένου σιταριού.
|lsmtext='''κόρθῠς:''' -υος, ἡ, επιτετ. [[τύπος]] του [[κόρυς]]· στον Θεόκρ., <i>κόρθυος ἁ τομά</i>, [[δεμάτιο]] θερισμένου σιταριού.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόρθῠς:''' υος куча, груда: [[τᾶς]] κόρθυος ἁ [[τομά]] Theocr. ряд сжатых колосьев.
|lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου.
}}
{{elnl
|elnltext=κόρθυς -υος, ἡ stapel, hoop.
}}
}}
{{etym
{{etym