Anonymous

παλίντροπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui revient sur ses pas;<br /><b>2</b> qui se détourne.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρέπω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui revient sur ses pas;<br /><b>2</b> qui se détourne.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίντροπος''': -ον, [[ἐστραμμένος]] [[ὀπίσω]] ἢ ἀλλαχοῦ, Λατ. retortus, π. ὄμματα, [[ὄψις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 778, Ἱκέτ. 172 ΙΙ. ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, οὐκ ἂν φράσειας ἥντιν’ αὖ [[παλίντροπος]] κέλευθον ἕρπεις ὧδε σὺν σπουδῇ [[ταχύς]]; Σοφ. Φ. 1222· [[παλίντροπος]] ... στρέφεται, στρέφεται πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1069· π. ἐκ πολέμοιο Ἀνθ. Π. 9. 61. 2) ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[ἐναντίος]], Σοφ. Ἀποσπ. 14· παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολὰς Πολύβ. 14. 6, 6· παλίντροπον ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν, [[ὅλως]] ἐναντίαν πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίδας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 5. 16, 9· π. ποιεῖν τὴν μάχην Διόδ. 15. 85· π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Ὀνήσανδρος 27· - τὸ π. τοῦ δαιμονίου, τὸ εὐμετάβολον, [[αὐτόθι]], ταῖσιν δὲ χολωσαμένα στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν [[νόημα]], νοῦν πλάνητα, δηλ. παράνοιαν, Βακχυλ. Χ (ΧΙ), 54 Blass.
|elnltext=παλίντροπος -ον [πάλιν, τρέπω] tegenstrevend of terugkerend ( interpr. onzeker): van harmonie. Heraclit. B 51. afgewend:. παλιντρόποις ὄμμασι met afgewende ogen Aeschl. Ag. 778.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίντροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отведенный в сторону]] ([[ὄψις]], ὄμματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> обращенный в обратную сторону, т. е. идущий назад (π. ἐκ πολέμοιο Anth.): ἥντιν᾽ αὖ π. κέλευθον ἕρπεις Soph. (скажи мне), почему ты возвращаешься;<br /><b class="num">3)</b> [[принявший противоположное направление]] ([[ἐλπίς]] Polyb.) или принявший иной оборот (παλίντροπον ποιεῖν τὴν μάχην Diod.): γενομένης παλιντρόπου τῆς νίκης Plut. когда победа (Сертория) сменилась поражением.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰλίντροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι στραμμένος [[πίσω]], απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. [[retortus]], <i>παλίντροπα ὄμματα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που γυρίζει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίντροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι στραμμένος [[πίσω]], απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. [[retortus]], <i>παλίντροπα ὄμματα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που γυρίζει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίντροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отведенный в сторону]] ([[ὄψις]], ὄμματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> обращенный в обратную сторону, т. е. идущий назад (π. ἐκ πολέμοιο Anth.): ἥντιν᾽ αὖ π. κέλευθον ἕρπεις Soph. (скажи мне), почему ты возвращаешься;<br /><b class="num">3)</b> [[принявший противоположное направление]] ([[ἐλπίς]] Polyb.) или принявший иной оборот (παλίντροπον ποιεῖν τὴν μάχην Diod.): γενομένης παλιντρόπου τῆς νίκης Plut. когда победа (Сертория) сменилась поражением.
|lstext='''πᾰλίντροπος''': -ον, [[ἐστραμμένος]] [[ὀπίσω]] ἢ ἀλλαχοῦ, Λατ. retortus, π. ὄμματα, [[ὄψις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 778, Ἱκέτ. 172 ΙΙ. ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, οὐκ ἂν φράσειας ἥντιν’ αὖ [[παλίντροπος]] κέλευθον ἕρπεις ὧδε σὺν σπουδῇ [[ταχύς]]; Σοφ. Φ. 1222· [[παλίντροπος]] ... στρέφεται, στρέφεται πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1069· π. ἐκ πολέμοιο Ἀνθ. Π. 9. 61. 2) ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[ἐναντίος]], Σοφ. Ἀποσπ. 14· παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολὰς Πολύβ. 14. 6, 6· παλίντροπον ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν, [[ὅλως]] ἐναντίαν πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίδας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 5. 16, 9· π. ποιεῖν τὴν μάχην Διόδ. 15. 85· π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Ὀνήσανδρος 27· - τὸ π. τοῦ δαιμονίου, τὸ εὐμετάβολον, [[αὐτόθι]], ταῖσιν δὲ χολωσαμένα στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν [[νόημα]], νοῦν πλάνητα, δηλ. παράνοιαν, Βακχυλ. Χ (ΧΙ), 54 Blass.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίντροπος -ον [πάλιν, τρέπω] tegenstrevend of terugkerend ( interpr. onzeker): van harmonie. Heraclit. B 51. afgewend:. παλιντρόποις ὄμμασι met afgewende ogen Aeschl. Ag. 778.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj