Anonymous

κρόκη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης (ἡ) :<br />trame de tisserand (qu’on frappe avec la navette) ; <i>p. ext.</i> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[κρέκω]] ; cf. *κρόξ.
|btext=ης (ἡ) :<br />trame de tisserand (qu’on frappe avec la navette) ; <i>p. ext.</i> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[κρέκω]] ; cf. *κρόξ.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρόκη''': : [[προσέτι]] ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. [[κρόκα]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. [[κρόκες]] Ἀνθ. Π. 6. 335· ([[κρέκω]])· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) [[καθόλου]], [[μίτος]], κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης [[χόλιξ]] Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ [[κροκάλη]], [[λίθος]] ἀπεστρογγυλωμένος, [[ψῆφος]], [[χάλιξ]] ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.
|elnltext=κρόκη -ης, ἡ [~ κρέκω] inslag (van weefsel); wollen draad; uitbr. wollen kleding.
}}
{{elru
|elrutext='''κρόκη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[уток]]: [[εὐθυπλοκία]] κρόκης καὶ στήμονος Plat. прямое переплетение утка и основы;<br /><b class="num">2)</b> [[нить]] . ῥαγεῖσα Plut.): ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. висеть на волоске;<br /><b class="num">3)</b> [[шерстяное волокно]], [[шерсть]] (θαλλοῖσιν κρόκαισιν ἐρέφειν Soph.);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[ткань]] (μαλακαὶ κρόκαι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[галька]], [[голыш]] (περὶ τοὺς αἰγιαλούς Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρόκη:''' ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>*κρόξ</i>), ετερόκλ. αιτ. [[κρόκα]], ονομ. πληθ. [[κρόκες]], σε Ανθ.· ([[κρέκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλωστή]] που περνάει [[ανάμεσα]] στα νήματα του στημονιού ([[στήμων]], [[tela]]), υφαδι, Λατ. [[subtemen]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κροκύς]], [[κουβάρι]], [[νήμα]] ή [[χνούδι]] μάλλινου ρούχου, [[ρούχο]] με κατσαρό [[μαλλί]] ([[χνούδι]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., <i>μαλακαῖς κρόκαις</i>, με ρούχα από μαλακό [[μαλλί]], σε Πίνδ.· <i>κροκαῖσι</i>, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ.
|lsmtext='''κρόκη:''' ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>*κρόξ</i>), ετερόκλ. αιτ. [[κρόκα]], ονομ. πληθ. [[κρόκες]], σε Ανθ.· ([[κρέκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλωστή]] που περνάει [[ανάμεσα]] στα νήματα του στημονιού ([[στήμων]], [[tela]]), υφαδι, Λατ. [[subtemen]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κροκύς]], [[κουβάρι]], [[νήμα]] ή [[χνούδι]] μάλλινου ρούχου, [[ρούχο]] με κατσαρό [[μαλλί]] ([[χνούδι]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., <i>μαλακαῖς κρόκαις</i>, με ρούχα από μαλακό [[μαλλί]], σε Πίνδ.· <i>κροκαῖσι</i>, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρόκη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[уток]]: [[εὐθυπλοκία]] κρόκης καὶ στήμονος Plat. прямое переплетение утка и основы;<br /><b class="num">2)</b> [[нить]] (κ. ῥαγεῖσα Plut.): ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. висеть на волоске;<br /><b class="num">3)</b> [[шерстяное волокно]], [[шерсть]] (θαλλοῖσιν κρόκαισιν ἐρέφειν Soph.);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[ткань]] (μαλακαὶ κρόκαι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[галька]], [[голыш]] (περὶ τοὺς αἰγιαλούς Arst.).
|lstext='''κρόκη''': : [[προσέτι]] ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. [[κρόκα]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. [[κρόκες]] Ἀνθ. Π. 6. 335· ([[κρέκω]])· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) [[καθόλου]], [[μίτος]], κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης [[χόλιξ]] Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ [[κροκάλη]], [[λίθος]] ἀπεστρογγυλωμένος, [[ψῆφος]], [[χάλιξ]] ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρόκη -ης, ἡ [~ κρέκω] inslag (van weefsel); wollen draad; uitbr. wollen kleding.
}}
}}
{{etym
{{etym