Anonymous

κιννάμωμον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />cinname <i>ou</i> cannelier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot phénicien selon HDT ; DELG cf. <i>hébr.</i> qinnamon.
|btext=ου (τό) :<br />cinname <i>ou</i> cannelier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot phénicien selon HDT ; DELG cf. <i>hébr.</i> qinnamon.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιννάμωμον''': τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, [[ὅστις]] λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα [[εἶναι]] Σημιτικά, ὡς [[κασία]] = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· [[λιβανωτός]] = levônâh· [[μύρρα]] = môrâh, môr· [[λήδανον]] = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, [[ἔνθα]] λέγει ὅτι τὸ [[λάδανον]] [[εἶναι]] [[λέξις]] Ἀραβική). Τὸ [[κιννάμωμον]] ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, [[εἶναι]] δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― [[κασία]], ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης [[εἶναι]] [[πρᾶγμα]] κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), [[κίναμον]], Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. [[ὄρνεον]], τὸ αὐτὸ καὶ [[κινναμολόγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.
|elnltext=κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).
}}
{{elru
|elrutext='''κιννάμωμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[корица]] Her., Arst., NT, Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[киннамом]] (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κιννάμωμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[корица]] Her., Arst., NT, Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[киннамом]] (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
|lstext='''κιννάμωμον''': τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, [[ὅστις]] λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα [[εἶναι]] Σημιτικά, ὡς [[κασία]] = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· [[λιβανωτός]] = levônâh· [[μύρρα]] = môrâh, môr· [[λήδανον]] = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, [[ἔνθα]] λέγει ὅτι τὸ [[λάδανον]] [[εἶναι]] [[λέξις]] Ἀραβική). Τὸ [[κιννάμωμον]] ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, [[εἶναι]] δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― [[κασία]], ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης [[εἶναι]] [[πρᾶγμα]] κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), [[κίναμον]], Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. [[ὄρνεον]], τὸ αὐτὸ καὶ [[κινναμολόγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.
}}
{{elnl
|elnltext=κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).
}}
}}
{{etym
{{etym