Anonymous

κόσμος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ordre :<br /><b>1</b> bon ordre : κόσμῳ ἔρχεσθαι IL aller en ordre ; κόσμῳ καθίζειν OD s'asseoir en ordre ; κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα HDT mettre tout en ordre ; σὺν κόσμῳ HDT en bon ordre ; φεύγειν, [[ἀπιέναι]] οὐδενὶ κόσμῳ HDT fuir, s'éloigner sans aucun ordre ; οὐδένα κόσμον HDT, κατ’ οὐδένα κόσμον PLUT sans aucun ordre;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> bon ordre, convenance, bienséance : [[οὐ]] κατὰ κόσμον IL, OD non comme il convient, d'une façon inconvenante ; [[εὖ]] κατὰ κόσμον IL bien comme il convient ; ἀμφὶ κόσμον ESCHL comme il convient, <i>càd</i> avec prudence, sagesse <i>ou</i> honnêteté;<br /><b>3</b> bon ordre, discipline;<br /><b>4</b> organisation, construction : ἵππου OD du cheval (de bois) ; <i>fig. en parl. d'institutions, de coutumes</i> κόσμον τόνδε καταστησάμενος HDT ayant établi ce cérémonial ; <i>en gén.</i> ordre établi dans un État : μεταστῆσαι τὸν κόσμον THC changer l'ordre établi ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας THC ayant changé l'ordre établi et modifié la constitution de l'État;<br /><b>5</b> kosme : <i>magistrats dans certaines Cités doriennes, notamment crétoises</i>;<br /><b>II.</b> ordre de l'univers, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>chez les Pythagoriciens</i> monde, univers;<br /><b>2</b> <i>en parl. de parties diverses du monde</i> le ciel ; [[οἱ]] κόσμοι les mondes, <i>càd</i> les astres;<br /><b>III.</b> parure, ornement de femme (<i>lat.</i> mondus muliebris) ; parure, ornement <i>en gén.</i> ; gloire, honneur : κόσμον φέρει τινί HDT cela donne de la considération à qqn ; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει SOPH le silence donne aux femmes de la considération.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure, dérivé en -σμος mais de quoi ?
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ordre :<br /><b>1</b> bon ordre : κόσμῳ ἔρχεσθαι IL aller en ordre ; κόσμῳ καθίζειν OD s'asseoir en ordre ; κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα HDT mettre tout en ordre ; σὺν κόσμῳ HDT en bon ordre ; φεύγειν, [[ἀπιέναι]] οὐδενὶ κόσμῳ HDT fuir, s'éloigner sans aucun ordre ; οὐδένα κόσμον HDT, κατ’ οὐδένα κόσμον PLUT sans aucun ordre;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> bon ordre, convenance, bienséance : [[οὐ]] κατὰ κόσμον IL, OD non comme il convient, d'une façon inconvenante ; [[εὖ]] κατὰ κόσμον IL bien comme il convient ; ἀμφὶ κόσμον ESCHL comme il convient, <i>càd</i> avec prudence, sagesse <i>ou</i> honnêteté;<br /><b>3</b> bon ordre, discipline;<br /><b>4</b> organisation, construction : ἵππου OD du cheval (de bois) ; <i>fig. en parl. d'institutions, de coutumes</i> κόσμον τόνδε καταστησάμενος HDT ayant établi ce cérémonial ; <i>en gén.</i> ordre établi dans un État : μεταστῆσαι τὸν κόσμον THC changer l'ordre établi ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας THC ayant changé l'ordre établi et modifié la constitution de l'État;<br /><b>5</b> kosme : <i>magistrats dans certaines Cités doriennes, notamment crétoises</i>;<br /><b>II.</b> ordre de l'univers, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>chez les Pythagoriciens</i> monde, univers;<br /><b>2</b> <i>en parl. de parties diverses du monde</i> le ciel ; [[οἱ]] κόσμοι les mondes, <i>càd</i> les astres;<br /><b>III.</b> parure, ornement de femme (<i>lat.</i> mondus muliebris) ; parure, ornement <i>en gén.</i> ; gloire, honneur : κόσμον φέρει τινί HDT cela donne de la considération à qqn ; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει SOPH le silence donne aux femmes de la considération.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure, dérivé en -σμος mais de quoi ?
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόσμος''': -ου, ὁ, [[τάξις]], κατὰ κόσμον, ἐν τάξει, [[πρεπόντως]], εὖ κατὰ κόσμον Ἰλ. Κ. 472, κτλ.· οὐ κατὰ κόσμον, ἀπρεπῶς, Θ. 179· μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Ἰλ. Β. 214· κόσμῳ καθίζειν, καθίζειν ἐν τάξει, εὐτάκτως, Ὀδ. Ν. 77· πρβλ. Ἡρόδ. 8. 67· οὐ κόσμῳ... ἐλευσόμεθα Ἰλ. Μ. 225· κόσμῳ [[θεῖναι]] ταὰ πάντα Ἡρόδ. 2. 52., κτλ., πρβλ. 7. 36· κόσμῳ διαθεῖναί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1331· κόσμῳ φέρειν, [[ὑποφέρω]] τι κοσμίως, εὐπρεπῶς, Πινδ. Π. 3. 147· δέξασθαί τινα κόσμῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· σὺν κόσμῳ Ἡρόδ. 8. 86· ἐν κόσμῳ Πλάτ. Συμπ. 223Β· οὐδενὶ κόσμῳ, [[ἄνευ]] τινὸς τάξεως, Ἡρόδ. 9. 59· φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κόσμῳ ὁ αὐτ. 3. 13., 8· 60, 3, κτλ.· ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Θουκ. 3. 108. πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 400· οὕτω κατ’ αἰτ., [[οὐκέτι]] τὸν αὐτὸν κ., οὐχὶ πλέον ἐν τῇ αὐτῇ τάξει, Ἡρόδ. 9. 69· οὐδένα κόσμον [[αὐτόθι]] 65. 69· ἦν δ’ οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Θουκ. 3. 77. 2) καλὴ [[τάξις]], [[εὐταξία]], καλὴ [[διαγωγή]], [[εὐπρέπεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· εὐπείθεια, [[πειθαρχία]], Δημ. 300. 19· οὐ κ., ἀλλ’ [[ἀκοσμία]] Σοφ. Ἀποσπ. 726. 3) «ἡ [[εὔκοσμος]] [[ἐπίνοια]] καὶ ἡ [[μέθοδος]]» (Εὐστ.), ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου, «τὴν κατασκευὴν ἢ τὴν οἰκονομίαν ἢ τὴν ὑπόθεσιν» τοῦ δουρείου ἵππου (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 492· κ. ἐπέων ἀπατηλὸς Παρμεν. 111 Karst.· ἐξηγεομένων… τὸν κ. αὐτῶν, τὸν τρόπον, τὸ [[εἶδος]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 3. 22· κ. τόνδε… ὁ καταστησάμενος, [[ὅστις]] καθώρισε τὴν τάξιν ταύτην, ὁ αὐτ. 1. 99. 4) ἐπὶ [[πόλεων]], [[τάξις]], [[κυβέρνησις]], μεταστῆσαι τὸν κ. Θουκ. 4. 76, πρβλ. 8, 48, 67· μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8. 72, κτλ.· ― ἰδίως ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς πολιτείας, Ἡρόδ. 1. 65, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 681C. ΙΙ. [[κόσμημα]], [[στολισμός]], καλλώπισις, ἐνδυμασία, [[κυρίως]] γυναικῶν, Λατ. mundus muliebris, Ἰλ. Ξ. 187, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 76, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Δ. 145· ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 3. 123., 5. 92, 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 397, κτλ.· γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, ἐπὶ κλάδου ἐλαίας ἢ στεφάνου, Πινδ. Ο. 3. 24, πρβλ. 8. 109, Π. 2. 19, κτλ.· κ. κυνῶν Ξεν. Κυν. 6, 1· κ. ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ σκεύη, Ἀθήν. 231Α· ― ἐν τῷ πληθ., κοσμήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571, Ἰσοκρ. 21Β, κτλ.· ἐπὶ τῶν κοσμημάτων τοῦ λόγου, [[οἷον]] ἐπιθέτων, Ἰσοκρ. 190D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2, Ποιητ. 21, 2., 22, 4· ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν, ᾄδειν γλυκεὶας ᾠδὰς ἐπαινετικάς, Πινδ. Ο. 11 (10). 14. 2) μεταφ., [[τιμή]], ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2. 12, Ι. 6 (5). 101· κόσμον φέρειν τινί, ἔπαινον, τιμήν, Ἡρόδ. 8. 60, 142· γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Σοφ. Αἴ. 293· κ. τοῦτ’ ἐστὶν ἐμοὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 914· οἷς [[κόσμος]] ἦν [[καλῶς]] τοῦτο δρᾶν Θουκ. 1. 5· ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι Δημ. 1400. 13· ἐπὶ προσώπων, σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει Ξεν. Κύρ. 6. 4, 3, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 16. ΙΙΙ. [[κυβερνήτης]], ἄρχων, [[διοικητής]], [[ὄνομα]] τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος ἐν Κρήτῃ, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 2556, κἑξ.· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὕτω καὶ κόσμοι, Στράβ. 482, 484, κατὰ τὴν γραφὴν τῶν Ἀντιγρ. ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 405· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 36, κἑξ.· οὕτω, [[πρωτόκοσμος]], ὁ αὐτ. 2572. 9· ― πρβλ. [[κοσμέω]] ΙΙ. 2, κοσμητὴς Ι, 2, [[κοσμήτειρα]] ΙΙ, [[κοσμόπολις]]. IV. ὁ [[κόσμος]], τὸ Σύμπαν, ὡς ἐκ τῆς τελείας [[αὐτοῦ]] τάξεως καὶ ἁρμονίας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀδιάμορφον οὐσίαν τοῦ Χάους, πρῶτον ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πυθαγόρου, Πλούτ. 2. 886C, Διογ. Λ. 48 ([[ἔνθα]] ἴδε Menag.)· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν, οἱ Πυθαγόρειοι Φιλόλαος (Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22) καὶ Καλλικράτης (Στοβ. 1. 85. 17)· ἀκολούθως παρέλαβον τὴν λέξιν οἱ φιλοσοφικοὶ ποιηταὶ Ξενοφάνης, Παρμενίδης καὶ Ἐμπεδοκλῆς, καὶ μετὰ [[ταῦτα]] ἅπαντες οἱ συγράψαντες περὶ φυσικῆς φιλοσοφίας, ὥς Πλάτ. Τίμ. 27Α, 28Β, 29Α, 32C, κτλ.· ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανὸς Ἀριστ. Οὐρ. 1. 10, 10. Οἱ Στωϊκοὶ ἐχρήσαντο τῇ λέξει καὶ [[ὅπως]] δηλώσωσι τὴν ψυχὴν τοῦ κόσμου καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ σύμπαντος ὡς θείου ὄντος, κ. [[ζῷον]] ἔμψυχον καί λογικὸν [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 139, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 30Β. ― Ἐνίοτε περιλαμβάνει καὶ τὴν γῆν· [[ἄλλοτε]] [[πάλιν]] κεῖται ἐπὶ μόνου τοῦ στερεώματος, γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ κόσμῳ κειμένης Ἰσοκρ. 78C· ὁ περὶ τὴν γῆν [[ὅλος]] κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2· ἐν τῷ πληθ., [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τῶν διαφόρων κατὰ [[μέρος]] ἀστέρων ἢ κόσμων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πᾶν, Πλουτ. 2. 879Β, 888F. ― Μεταφ., [[ἄνθρωπος]] καλεῖται βραχὺς κ. Φίλων 2. 155, Γαλην., ἢ μικρὸς κ., «[[μικρόκοσμος]]», Βίος Πυθ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 440. 23· πρβλ. Gataker εἰς Μ. Ἀντων. 4. 27. 2) παρ’ Ἀλεξανδρίνοις, ὁ γνωστὸς [[κόσμος]] ([[οἰκουμένη]]) Συλλ. Ἐπιγρ. 334, 1306, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 26. 3) οἱ ἄνθρωποι [[καθόλου]], «ὁ [[κόσμος]]», Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 4., ιβ΄, 19, κτλ. 4) [[οὗτος]] ὁ κ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἐρχόμενον ἢ μέλλοντα κόσμον, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 25, ιη΄, 36, κτλ.
|elnltext=κόσμος -ου, ὁ orde, ordening orde:; εὖ κατὰ κόσμον in goede orde Il. 10.472; κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα toen ze al hun zaken op orde hadden gebracht Hdt. 2.52.1; φεύγειν οὐδενὶ κόσμῳ in wanorde vluchten Hdt. 3.13.1; ordelijk gedrag:. οὐ κατὰ κόσμον εἰπεῖν niet praten zoals het hoort Od. 8.179; κόσμον τόνδε καταστήσασθαι de volgende etiquette instellen Hdt. 1.99.1; ἐν κόσμῳ οὐδενὶ πίνειν onmatig drinken Plat. Smp. 223b. bestuur, staatsorde:; ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ in de oligarchische staatsorde Thuc. 8.72.2; μεταστῆσαι τὸν κόσμον de bestuursvorm veranderen Thuc. 4.76.2; kosmos (hoge bestuurder op Kreta). wereldorde, heelal:; ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως vanaf de geboorte van het heelal Plat. Tim. 27a; hemel:; τῆς... γῆς ἁπάσης ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης aangezien de hele wereld onder de hemel gelegen is Isocr. 4.179; astr. sfeer (van vaste sterren); overdr.: ἐν τῷ ἀνθρῶπῳ μικρῷ κόσμῳ in de mens, een ‘mikrokosmos' Democr. B 34. later wereld, aarde:; πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου alle volkeren op aarde NT Luc. 12.30; mensheid:; ἀρχαῖος κόσμος de vroegere mensheid NT 2 Pet. 2.5; wereld (tgo God):. πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον elk schepsel dat uit God geboren is overwint de wereld NT 1 Io. 5.4. sieraad, kunststuk:; ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου zing van het kunststuk, het houten paard Od. 8.492; γυναικεῖος κ. sieraad voor vrouwen Plat. Resp. 373c; ὁ κόσμος ὁ ἐκ τοῦ ἀνδρεῶνος het sierlijke meubilair van het mannenvertrek Hdt. 3.123.1; overdr.:; ἡ μεγαλοψυχία οἷον κόσμος τῶν ἀρετῶν ἐστι grootmoedigheid is als het ware de bekroning van de deugden Aristot. EN 1124a1; ret. versiering; overdr. sier, eer, roem:. οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον het strekte hem niet tot eer Hdt. 8.60.1; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει zwijgzaamheid siert de vrouw Soph. Ai. 293.
}}
{{elru
|elrutext='''κόσμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[упорядоченность]], [[порядок]] (κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα Her.): οὐ κόσμῳ ἔρχεσθαι Hom. идти в беспорядке; οὐδενὶ κόσμῳ Her., Thuc., οὐδένα κόσμον Her. и κατ᾽ οὐδένα κόσμον Plut. без всякого порядка;<br /><b class="num">2)</b> [[надлежащая мера]], [[благопристойность]]: οὐδένα κόσμον ἐμπίπλασθαι Her. наедаться сверх всякой меры; οὐ κατὰ κόσμον [[εἰπών]] Hom. сказав неучтиво; εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον Aesch. ты правильно сказал;<br /><b class="num">3)</b> [[строение]], [[устройство]]: κ. ἵππου Hom. устройство (деревянного) коня;<br /><b class="num">4)</b> (тж. κ. τῆς πολιτείας Plat.) государственный строй, правовой порядок (ὁ ὀλιγαρχικὸς κ. Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> (на Крите), [[косм]], [[носитель высшей государственной власти]], (Arst.; см. [[κοσμέω]] 6);<br /><b class="num">6)</b> [[мировой порядок]], [[мироздание]], [[мир]] (впервые названный так Пифагором как выражение высшего порядка) (οὐκ ἂν ὁ κ. γίγνοιτο καὶ φθείροιτο, ἀλλ᾽ αἱ διαθέσεις [[αὐτοῦ]] Arst.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT);<br /><b class="num">7)</b> [[небесный свод]], [[небо]] (γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr.);<br /><b class="num">8)</b> [[мир]], [[свет]], [[земля]] (γεννᾶσθαι εἰς τὸν κόσμον NT): ὁ [[ἄρχων]] τοῦ κόσμου [[τούτου]] NT = ὁ [[διάβολος]];<br /><b class="num">9)</b> перен. [[свет]], [[люди]], [[народ]] (ἐμφανίζειν ἑαυτὸν τῷ κόσμῳ NT);<br /><b class="num">10)</b> [[украшение]], [[наряд]] (πάντα περὶ χρωῒ θήκατο κόσμον, sc. Ἣρη Hom.; [[γυναικεῖος]] Plat.): ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. позолоченные или блистающие золотом украшения;<br /><b class="num">11)</b> перен. украшение, краса, честь, слава (σὺ γὰρ ἔμοιγε [[μέγιστος]] κ. [[ἔσει]] Xen.);<br /><b class="num">12)</b> [[прикраса]] (ἡ [[γλῶσσα]] - ὁ κ. τῆς ἀδικίας NT).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''κόσμος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[τάξη]], <i>κόσμῳ</i> και <i>κατὰ κόσμον</i>, σε [[τάξη]], [[δεόντως]], καθωσπρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον</i>, στο ίδ.· <i>οὐδενὶ κόσμῳ</i>, σε [[καμιά]] συγκεκριμένη [[σειρά]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλή]] [[τάξη]], πρέπουσα [[συμπεριφορά]], [[ευπρέπεια]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[τύπος]], [[μορφή]] πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για κράτη, [[τάξη]], [[διακυβέρνηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στολίδι]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]], [[ένδυση]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για γυναίκες, Λατ. [[mundus]] [[muliebris]], στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· στον πληθ., στολίδια, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τιμώ]], [[εκτιμώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[κυβερνήτης]], [[τίτλος]] του κύριου άρχοντα στην [[Κρήτη]], σε Αριστ. <b>IV.1.</b>ο [[κόσμος]] ή το [[σύμπαν]], ονομασμένα έτσι από την τέλεια διάταξή τους, Λατ. [[mundus]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθρωπότητα]], όπως χρησιμοποιεί την [[έννοια]] «[[κόσμος]]», σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κόσμος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[τάξη]], <i>κόσμῳ</i> και <i>κατὰ κόσμον</i>, σε [[τάξη]], [[δεόντως]], καθωσπρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον</i>, στο ίδ.· <i>οὐδενὶ κόσμῳ</i>, σε [[καμιά]] συγκεκριμένη [[σειρά]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλή]] [[τάξη]], πρέπουσα [[συμπεριφορά]], [[ευπρέπεια]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[τύπος]], [[μορφή]] πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για κράτη, [[τάξη]], [[διακυβέρνηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στολίδι]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]], [[ένδυση]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για γυναίκες, Λατ. [[mundus]] [[muliebris]], στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· στον πληθ., στολίδια, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τιμώ]], [[εκτιμώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[κυβερνήτης]], [[τίτλος]] του κύριου άρχοντα στην [[Κρήτη]], σε Αριστ. <b>IV.1.</b>ο [[κόσμος]] ή το [[σύμπαν]], ονομασμένα έτσι από την τέλεια διάταξή τους, Λατ. [[mundus]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθρωπότητα]], όπως χρησιμοποιεί την [[έννοια]] «[[κόσμος]]», σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόσμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[упорядоченность]], [[порядок]] (κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα Her.): οὐ κόσμῳ ἔρχεσθαι Hom. идти в беспорядке; οὐδενὶ κόσμῳ Her., Thuc., οὐδένα κόσμον Her. и κατ᾽ οὐδένα κόσμον Plut. без всякого порядка;<br /><b class="num">2)</b> [[надлежащая мера]], [[благопристойность]]: οὐδένα κόσμον ἐμπίπλασθαι Her. наедаться сверх всякой меры; οὐ κατὰ κόσμον [[εἰπών]] Hom. сказав неучтиво; εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον Aesch. ты правильно сказал;<br /><b class="num">3)</b> [[строение]], [[устройство]]: κ. ἵππου Hom. устройство (деревянного) коня;<br /><b class="num">4)</b> (тж. κ. τῆς πολιτείας Plat.) государственный строй, правовой порядок (ὁ ὀλιγαρχικὸς κ. Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> (на Крите), [[косм]], [[носитель высшей государственной власти]], (Arst.; см. [[κοσμέω]] 6);<br /><b class="num">6)</b> [[мировой порядок]], [[мироздание]], [[мир]] (впервые названный так Пифагором как выражение высшего порядка) (οὐκ ἂν ὁ κ. γίγνοιτο καὶ φθείροιτο, ἀλλ᾽ αἱ διαθέσεις [[αὐτοῦ]] Arst.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT);<br /><b class="num">7)</b> [[небесный свод]], [[небо]] (γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr.);<br /><b class="num">8)</b> [[мир]], [[свет]], [[земля]] (γεννᾶσθαι εἰς τὸν κόσμον NT): ὁ [[ἄρχων]] τοῦ κόσμου [[τούτου]] NT = ὁ [[διάβολος]];<br /><b class="num">9)</b> перен. [[свет]], [[люди]], [[народ]] (ἐμφανίζειν ἑαυτὸν τῷ κόσμῳ NT);<br /><b class="num">10)</b> [[украшение]], [[наряд]] (πάντα περὶ χρωῒ θήκατο κόσμον, sc. Ἣρη Hom.; [[γυναικεῖος]] Plat.): ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. позолоченные или блистающие золотом украшения;<br /><b class="num">11)</b> перен. украшение, краса, честь, слава (σὺ γὰρ ἔμοιγε [[μέγιστος]] κ. [[ἔσει]] Xen.);<br /><b class="num">12)</b> [[прикраса]] (ἡ [[γλῶσσα]] - ὁ κ. τῆς ἀδικίας NT).
|lstext='''κόσμος''': -ου, , [[τάξις]], κατὰ κόσμον, ἐν τάξει, [[πρεπόντως]], εὖ κατὰ κόσμον Ἰλ. Κ. 472, κτλ.· οὐ κατὰ κόσμον, ἀπρεπῶς, Θ. 179· μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Ἰλ. Β. 214· κόσμῳ καθίζειν, καθίζειν ἐν τάξει, εὐτάκτως, Ὀδ. Ν. 77· πρβλ. Ἡρόδ. 8. 67· οὐ κόσμῳ... ἐλευσόμεθα Ἰλ. Μ. 225· κόσμῳ [[θεῖναι]] ταὰ πάντα Ἡρόδ. 2. 52., κτλ., πρβλ. 7. 36· κόσμῳ διαθεῖναί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1331· κόσμῳ φέρειν, [[ὑποφέρω]] τι κοσμίως, εὐπρεπῶς, Πινδ. Π. 3. 147· δέξασθαί τινα κόσμῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· σὺν κόσμῳ Ἡρόδ. 8. 86· ἐν κόσμῳ Πλάτ. Συμπ. 223Β· οὐδενὶ κόσμῳ, [[ἄνευ]] τινὸς τάξεως, Ἡρόδ. 9. 59· φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κόσμῳ ὁ αὐτ. 3. 13., 8· 60, 3, κτλ.· ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Θουκ. 3. 108. πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 400· οὕτω κατ’ αἰτ., [[οὐκέτι]] τὸν αὐτὸν κ., οὐχὶ πλέον ἐν τῇ αὐτῇ τάξει, Ἡρόδ. 9. 69· οὐδένα κόσμον [[αὐτόθι]] 65. 69· ἦν δ’ οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Θουκ. 3. 77. 2) καλὴ [[τάξις]], [[εὐταξία]], καλὴ [[διαγωγή]], [[εὐπρέπεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· εὐπείθεια, [[πειθαρχία]], Δημ. 300. 19· οὐ κ., ἀλλ’ [[ἀκοσμία]] Σοφ. Ἀποσπ. 726. 3) «ἡ [[εὔκοσμος]] [[ἐπίνοια]] καὶ ἡ [[μέθοδος]]» (Εὐστ.), ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου, «τὴν κατασκευὴν ἢ τὴν οἰκονομίαν ἢ τὴν ὑπόθεσιν» τοῦ δουρείου ἵππου (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 492· κ. ἐπέων ἀπατηλὸς Παρμεν. 111 Karst.· ἐξηγεομένων… τὸν κ. αὐτῶν, τὸν τρόπον, τὸ [[εἶδος]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 3. 22· κ. τόνδε… ὁ καταστησάμενος, [[ὅστις]] καθώρισε τὴν τάξιν ταύτην, ὁ αὐτ. 1. 99. 4) ἐπὶ [[πόλεων]], [[τάξις]], [[κυβέρνησις]], μεταστῆσαι τὸν κ. Θουκ. 4. 76, πρβλ. 8, 48, 67· μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8. 72, κτλ.· ― ἰδίως ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς πολιτείας, Ἡρόδ. 1. 65, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 681C. ΙΙ. [[κόσμημα]], [[στολισμός]], καλλώπισις, ἐνδυμασία, [[κυρίως]] γυναικῶν, Λατ. mundus muliebris, Ἰλ. Ξ. 187, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 76, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Δ. 145· ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 3. 123., 5. 92, 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 397, κτλ.· γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, ἐπὶ κλάδου ἐλαίας ἢ στεφάνου, Πινδ. Ο. 3. 24, πρβλ. 8. 109, Π. 2. 19, κτλ.· κ. κυνῶν Ξεν. Κυν. 6, 1· κ. ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ σκεύη, Ἀθήν. 231Α· ― ἐν τῷ πληθ., κοσμήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571, Ἰσοκρ. 21Β, κτλ.· ἐπὶ τῶν κοσμημάτων τοῦ λόγου, [[οἷον]] ἐπιθέτων, Ἰσοκρ. 190D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2, Ποιητ. 21, 2., 22, 4· ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν, ᾄδειν γλυκεὶας ᾠδὰς ἐπαινετικάς, Πινδ. Ο. 11 (10). 14. 2) μεταφ., [[τιμή]], ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2. 12, Ι. 6 (5). 101· κόσμον φέρειν τινί, ἔπαινον, τιμήν, Ἡρόδ. 8. 60, 142· γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Σοφ. Αἴ. 293· κ. τοῦτ’ ἐστὶν ἐμοὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 914· οἷς [[κόσμος]] ἦν [[καλῶς]] τοῦτο δρᾶν Θουκ. 1. 5· ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι Δημ. 1400. 13· ἐπὶ προσώπων, σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει Ξεν. Κύρ. 6. 4, 3, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 16. ΙΙΙ. [[κυβερνήτης]], ἄρχων, [[διοικητής]], [[ὄνομα]] τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος ἐν Κρήτῃ, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 2556, κἑξ.· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὕτω καὶ κόσμοι, Στράβ. 482, 484, κατὰ τὴν γραφὴν τῶν Ἀντιγρ. ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 405· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 36, κἑξ.· οὕτω, [[πρωτόκοσμος]], ὁ αὐτ. 2572. 9· ― πρβλ. [[κοσμέω]] ΙΙ. 2, κοσμητὴς Ι, 2, [[κοσμήτειρα]] ΙΙ, [[κοσμόπολις]]. IV. ὁ [[κόσμος]], τὸ Σύμπαν, ὡς ἐκ τῆς τελείας [[αὐτοῦ]] τάξεως καὶ ἁρμονίας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀδιάμορφον οὐσίαν τοῦ Χάους, πρῶτον ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πυθαγόρου, Πλούτ. 2. 886C, Διογ. Λ. 48 ([[ἔνθα]] ἴδε Menag.)· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν, οἱ Πυθαγόρειοι Φιλόλαος (Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22) καὶ Καλλικράτης (Στοβ. 1. 85. 17)· ἀκολούθως παρέλαβον τὴν λέξιν οἱ φιλοσοφικοὶ ποιηταὶ Ξενοφάνης, Παρμενίδης καὶ Ἐμπεδοκλῆς, καὶ μετὰ [[ταῦτα]] ἅπαντες οἱ συγράψαντες περὶ φυσικῆς φιλοσοφίας, ὥς Πλάτ. Τίμ. 27Α, 28Β, 29Α, 32C, κτλ.· ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανὸς Ἀριστ. Οὐρ. 1. 10, 10. Οἱ Στωϊκοὶ ἐχρήσαντο τῇ λέξει καὶ [[ὅπως]] δηλώσωσι τὴν ψυχὴν τοῦ κόσμου καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ σύμπαντος ὡς θείου ὄντος, ὁ κ. [[ζῷον]] ἔμψυχον καί λογικὸν [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 139, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 30Β. ― Ἐνίοτε περιλαμβάνει καὶ τὴν γῆν· [[ἄλλοτε]] [[πάλιν]] κεῖται ἐπὶ μόνου τοῦ στερεώματος, γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ κόσμῳ κειμένης Ἰσοκρ. 78C· ὁ περὶ τὴν γῆν [[ὅλος]] κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2· ἐν τῷ πληθ., [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τῶν διαφόρων κατὰ [[μέρος]] ἀστέρων ἢ κόσμων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πᾶν, Πλουτ. 2. 879Β, 888F. ― Μεταφ., ὁ [[ἄνθρωπος]] καλεῖται βραχὺς κ. Φίλων 2. 155, Γαλην., ἢ μικρὸς κ., «[[μικρόκοσμος]]», Βίος Πυθ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 440. 23· πρβλ. Gataker εἰς Μ. Ἀντων. 4. 27. 2) παρ’ Ἀλεξανδρίνοις, γνωστὸς [[κόσμος]] (ἡ [[οἰκουμένη]]) Συλλ. Ἐπιγρ. 334, 1306, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 26. 3) οἱ ἄνθρωποι [[καθόλου]], «ὁ [[κόσμος]]», Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 4., ιβ΄, 19, κτλ. 4) [[οὗτος]] ὁ κ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἐρχόμενον ἢ μέλλοντα κόσμον, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 25, ιη΄, 36, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόσμος -ου, ὁ orde, ordening orde:; εὖ κατὰ κόσμον in goede orde Il. 10.472; κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα toen ze al hun zaken op orde hadden gebracht Hdt. 2.52.1; φεύγειν οὐδενὶ κόσμῳ in wanorde vluchten Hdt. 3.13.1; ordelijk gedrag:. οὐ κατὰ κόσμον εἰπεῖν niet praten zoals het hoort Od. 8.179; κόσμον τόνδε καταστήσασθαι de volgende etiquette instellen Hdt. 1.99.1; ἐν κόσμῳ οὐδενὶ πίνειν onmatig drinken Plat. Smp. 223b. bestuur, staatsorde:; ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ in de oligarchische staatsorde Thuc. 8.72.2; μεταστῆσαι τὸν κόσμον de bestuursvorm veranderen Thuc. 4.76.2; kosmos (hoge bestuurder op Kreta). wereldorde, heelal:; ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως vanaf de geboorte van het heelal Plat. Tim. 27a; hemel:; τῆς... γῆς ἁπάσης ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης aangezien de hele wereld onder de hemel gelegen is Isocr. 4.179; astr. sfeer (van vaste sterren); overdr.: ἐν τῷ ἀνθρῶπῳ μικρῷ κόσμῳ in de mens, een ‘mikrokosmos' Democr. B 34. later wereld, aarde:; πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου alle volkeren op aarde NT Luc. 12.30; mensheid:; ἀρχαῖος κόσμος de vroegere mensheid NT 2 Pet. 2.5; wereld (tgo God):. πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον elk schepsel dat uit God geboren is overwint de wereld NT 1 Io. 5.4. sieraad, kunststuk:; ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου zing van het kunststuk, het houten paard Od. 8.492; γυναικεῖος κ. sieraad voor vrouwen Plat. Resp. 373c; ὁ κόσμος ὁ ἐκ τοῦ ἀνδρεῶνος het sierlijke meubilair van het mannenvertrek Hdt. 3.123.1; overdr.:; ἡ μεγαλοψυχία οἷον κόσμος τῶν ἀρετῶν ἐστι grootmoedigheid is als het ware de bekroning van de deugden Aristot. EN 1124a1; ret. versiering; overdr. sier, eer, roem:. οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον het strekte hem niet tot eer Hdt. 8.60.1; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει zwijgzaamheid siert de vrouw Soph. Ai. 293.
}}
}}
{{etym
{{etym