Anonymous

κνημίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]].
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κνημίς''': -ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. [[κρηπίς]])· ([[κνήμη]])· ― [[κνημίς]], ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, καὶ [[οὕτως]] ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην [[πανταχόθεν]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας [[αὐτόθι]], πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· [[ὡσαύτως]] ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν [[εἶδος]] περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει [[ὅπως]] προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ [[αὐτοῦ]] ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἡ ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = [[κνημός]], Διον. Π. 714.
|elnltext=κνημίς -ῖδος, , Aeol. κνᾶμις [κνήμη] scheenplaten; scheenbeschermers:. βοεῖαι van koeienhuid (bij landarbeid) Od. 24.229.
}}
{{elru
|elrutext='''κνημίς:''' ῖδος () ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[кнемида]], [[поножа]], [[наголенник]] (ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[обмотки]] (περὶ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς [[δέδετο]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[обод]] (по друг. спица) колеса Diod.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κνημίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κνήμη]]), [[περικνημίδα]] ή [[μέρος]] πανοπλίας από το [[γόνατο]] ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, <i>περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οι <i>κνημῖδες</i> δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες ([[ἐπισφύρια]])· οι <i>βόειαι κνημῖδες</i> είναι περικνημίδες από [[δέρμα]] βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κνημίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κνήμη]]), [[περικνημίδα]] ή [[μέρος]] πανοπλίας από το [[γόνατο]] ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, <i>περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οι <i>κνημῖδες</i> δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες ([[ἐπισφύρια]])· οι <i>βόειαι κνημῖδες</i> είναι περικνημίδες από [[δέρμα]] βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κνημίς:''' ῖδος () ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[кнемида]], [[поножа]], [[наголенник]] (ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[обмотки]] (περὶ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς [[δέδετο]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[обод]] (по друг. спица) колеса Diod.
|lstext='''κνημίς''': -ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. [[κρηπίς]])· ([[κνήμη]])· ― [[κνημίς]], ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, καὶ [[οὕτως]] ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην [[πανταχόθεν]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας [[αὐτόθι]], πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· [[ὡσαύτως]] ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν [[εἶδος]] περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει [[ὅπως]] προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ [[αὐτοῦ]] ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = [[κνημός]], Διον. Π. 714.
}}
{{elnl
|elnltext=κνημίς -ῖδος, ἡ, Aeol. κνᾶμις [κνήμη] scheenplaten; scheenbeschermers:. βοεῖαι van koeienhuid (bij landarbeid) Od. 24.229.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνημίς]], ῖδος, ἡ, [[κνήμη]]<br />a greave or [[piece]] of [[armour]] from [[knee]] to [[ankle]], Lat. [[ocrea]], περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Il.; the κνημῖδες were fastened at the [[ankle]] with clasps (ἐπισφύριἀ: βόειαι κνημῖδες are ox-[[hide]] leggings, used by labourers, Od.
|mdlsjtxt=[[κνημίς]], ῖδος, ἡ, [[κνήμη]]<br />a greave or [[piece]] of [[armour]] from [[knee]] to [[ankle]], Lat. [[ocrea]], περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Il.; the κνημῖδες were fastened at the [[ankle]] with clasps (ἐπισφύριἀ: βόειαι κνημῖδες are ox-[[hide]] leggings, used by labourers, Od.
}}
}}