Anonymous

παπταίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παπτανῶ, <i>ao.</i> ἐπάπτηνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> regarder de tous les côtés, promener ses regards autour de soi avec inquiétude <i>ou</i> crainte, jeter des regards inquiets ; κατὰ δόμον OD de côté et d'autre dans la maison ; avec [[ὅπη]] IL regarder avec inquiétude par où ; avec [[μή]] : prendre garde que… ne;<br /><b>2</b> chercher des yeux avec inquiétude <i>ou</i> crainte, acc.;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> regarder <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πτα, se blottir, avec redoubl. ; v. [[πτήσσω]].
|btext=<i>f.</i> παπτανῶ, <i>ao.</i> ἐπάπτηνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> regarder de tous les côtés, promener ses regards autour de soi avec inquiétude <i>ou</i> crainte, jeter des regards inquiets ; κατὰ δόμον OD de côté et d'autre dans la maison ; avec [[ὅπη]] IL regarder avec inquiétude par où ; avec [[μή]] : prendre garde que… ne;<br /><b>2</b> chercher des yeux avec inquiétude <i>ou</i> crainte, acc.;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> regarder <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πτα, se blottir, avec redoubl. ; v. [[πτήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - μετὰ προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] μετὰ πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
|elnltext=παπταίνω, Dor. praes. ptc. f. παπταίνοισα; ep. imperf. πάπταινον; ep. aor. πάπτηνα, Dor. ptc. παπτάναις. met acc. (uit)kijken naar, aanzien:; παπταίνων ἥρωα Μαχάονα uitkijkend naar de held Machaon Il. 4.200; τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς zijn zoon keek hem met wilde ogen aan Soph. Ant. 1231; speurend onderzoeken, met afh. zin:; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον ieder speurde hoe hij de dreigende ondergang kon ontkomen Il. 16.283; πάπτηνεν... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν... ὑποκλοπέοιτο hij speurde rond of nog iemand zich verborgen hield Od. 22.381; overdr.: πάπταινε... μή τι πημανθῇς kijk uit dat je niets overkomt Aeschl. PV 334. intrans. onderzoekend rondkijken, speuren, spieden:; πάντοσε παπταίνοντε overal speurend Od. 22.380; met prep.:; ἀμφὶ ἕ παπτήνας met een spiedende blik om zich heen Il. 4.497; παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου met een blik op de menigte Il. 11.546; πάπτηνεν... κατὰ στίχας zijn blik ging de rijen langs Il. 17.84; παπταίνων μεθ’ ὁμήλικας omziend naar zijn leeftijdgenoten Hes. Op. 444; παπταίνοντι πρὸς... πέτρην terwijl ik speurend naar de rots keek Od. 12.233; met adv.:; εἴσω τῆσδε παπταίνειν πύλης binnen deze poort spieden Soph. Ai. 11; overdr. opletten:. πάπταινε καὶ φρόντιζε let op en denk na Aeschl. PV 1034.
}}
{{elru
|elrutext='''παπταίνω:''' (fut. παπτᾰνῶ, aor. ἐπάπτηνα - эп. πάπτηνα; дор. part. παπτάναις с τᾱ)<br /><b class="num">1)</b> (зорко), [[оглядываться кругом]], [[озираться]], ([[πάντοσε]] Hom.): π. ὀμφὶ ἕ Hom. оглянуться вокруг себя; π. πρός τι Hom. и ἐπί τι Plut. устремить взор на что-л.; π. κατὰ δόμον Hom. обводить взглядом (весь) дом; π. [[μετά]] τινα Hes. озираться (или искоса поглядывать) на кого-л.; τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας Soph. взглянув на него суровыми глазами;<br /><b class="num">2)</b> [[искать глазами]] (τινά Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παπταίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπάπτηνα</i>, Επικ. <i>πάπτηνα</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] προσεκτικά, [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· [[κυρίως]] με [[σημασία]] φόβου ή προφύλαξης, [[κοιτάζω]] ή [[περιεργάζομαι]] [[τριγύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] [[ολόγυρα]], [[αναζητώ]], [[ψάχνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>παπτάναις</i> (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), [[ρίχνω]] τα μάτια μου πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· [[αγριοκοιτάζω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''παπταίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπάπτηνα</i>, Επικ. <i>πάπτηνα</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] προσεκτικά, [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· [[κυρίως]] με [[σημασία]] φόβου ή προφύλαξης, [[κοιτάζω]] ή [[περιεργάζομαι]] [[τριγύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] [[ολόγυρα]], [[αναζητώ]], [[ψάχνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>παπτάναις</i> (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), [[ρίχνω]] τα μάτια μου πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· [[αγριοκοιτάζω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παπταίνω:''' (fut. παπτᾰνῶ, aor. ἐπάπτηνα - эп. πάπτηνα; дор. part. παπτάναις с τᾱ)<br /><b class="num">1)</b> (зорко), [[оглядываться кругом]], [[озираться]], ([[πάντοσε]] Hom.): π. ὀμφὶ ἕ Hom. оглянуться вокруг себя; π. πρός τι Hom. и ἐπί τι Plut. устремить взор на что-л.; π. κατὰ δόμον Hom. обводить взглядом (весь) дом; π. [[μετά]] τινα Hes. озираться (или искоса поглядывать) на кого-л.; τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας Soph. взглянув на него суровыми глазами;<br /><b class="num">2)</b> [[искать глазами]] (τινά Hom.).
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - μετὰ προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] μετὰ πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=παπταίνω, Dor. praes. ptc. f. παπταίνοισα; ep. imperf. πάπταινον; ep. aor. πάπτηνα, Dor. ptc. παπτάναις. met acc. (uit)kijken naar, aanzien:; παπταίνων ἥρωα Μαχάονα uitkijkend naar de held Machaon Il. 4.200; τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς zijn zoon keek hem met wilde ogen aan Soph. Ant. 1231; speurend onderzoeken, met afh. zin:; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον ieder speurde hoe hij de dreigende ondergang kon ontkomen Il. 16.283; πάπτηνεν... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν... ὑποκλοπέοιτο hij speurde rond of nog iemand zich verborgen hield Od. 22.381; overdr.: πάπταινε... μή τι πημανθῇς kijk uit dat je niets overkomt Aeschl. PV 334. intrans. onderzoekend rondkijken, speuren, spieden:; πάντοσε παπταίνοντε overal speurend Od. 22.380; met prep.:; ἀμφὶ ἕ παπτήνας met een spiedende blik om zich heen Il. 4.497; παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου met een blik op de menigte Il. 11.546; πάπτηνεν... κατὰ στίχας zijn blik ging de rijen langs Il. 17.84; παπταίνων μεθ’ ὁμήλικας omziend naar zijn leeftijdgenoten Hes. Op. 444; παπταίνοντι πρὸς... πέτρην terwijl ik speurend naar de rots keek Od. 12.233; met adv.:; εἴσω τῆσδε παπταίνειν πύλης binnen deze poort spieden Soph. Ai. 11; overdr. opletten:. πάπταινε καὶ φρόντιζε let op en denk na Aeschl. PV 1034.
}}
}}
{{etym
{{etym