Anonymous

παράσημον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> marque <i>ou</i> signe qu’on se passe de l'un à l'autre, <i>particul.</i> mot d'ordre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> marque distinctive (armes d'un vaisseau, d'une ville ; insignes d'un magistrat ; signe extérieur d'un état de l'âme).<br />'''Étymologie:''' [[παράσημος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> marque <i>ou</i> signe qu’on se passe de l'un à l'autre, <i>particul.</i> mot d'ordre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> marque distinctive (armes d'un vaisseau, d'une ville ; insignes d'un magistrat ; signe extérieur d'un état de l'âme).<br />'''Étymologie:''' [[παράσημος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παράσημον''': τό, [[σημείωσις]] εἰς τὰ πλάγια, [[σημεῖον]] ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. [[σημεῖον]] διακρίσεως, [[σύμβολον]] πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ [[πλοῖον]]) τοὺς Διοσκόρους ὡς [[σύμβολον]], Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν [[σημεῖον]], τὸ [[γνώρισμα]] στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς [[χρῶμα]], Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος [[αὐτοῦ]], τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει [[τάφος]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. [[ἐπίσημον]]. 2) [[σύνθημα]], Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13.
|elnltext=παράσημον -ου, τό [παρά, σῆμα] onderscheidend teken, kenmerk:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παράσημον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[отметка сбоку]], [[пометка на полях]], [[значок]] (παράσημα ποιεῖσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[отличительный знак]] (герб и т. п.) (πόλεως, τῆς [[νεώς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[знак различия или достоинства]] (ἀρχῆς καὶ δυναστείας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[признак]] (τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παράσημον:''' τό ([[σῆμα]]), [[σημείωση]] στο [[περιθώριο]]· διακριτική [[σημείωση]] στα πλάγια, τα διακριτικά ενός πλοίου, Λατ. [[insigne]], σε Καινή Διαθήκη· διακριτικό [[γνώρισμα]] στρατιώτη, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παράσημον:''' τό ([[σῆμα]]), [[σημείωση]] στο [[περιθώριο]]· διακριτική [[σημείωση]] στα πλάγια, τα διακριτικά ενός πλοίου, Λατ. [[insigne]], σε Καινή Διαθήκη· διακριτικό [[γνώρισμα]] στρατιώτη, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράσημον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[отметка сбоку]], [[пометка на полях]], [[значок]] (παράσημα ποιεῖσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[отличительный знак]] (герб и т. п.) (πόλεως, τῆς [[νεώς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[знак различия или достоинства]] (ἀρχῆς καὶ δυναστείας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[признак]] (τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.).
|lstext='''παράσημον''': τό, [[σημείωσις]] εἰς τὰ πλάγια, [[σημεῖον]] ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. [[σημεῖον]] διακρίσεως, [[σύμβολον]] πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ [[πλοῖον]]) τοὺς Διοσκόρους ὡς [[σύμβολον]], Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν [[σημεῖον]], τὸ [[γνώρισμα]] στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς [[χρῶμα]], Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος [[αὐτοῦ]], τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει [[τάφος]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. [[ἐπίσημον]]. 2) [[σύνθημα]], Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=παράσημον -ου, τό [παρά, σῆμα] onderscheidend teken, kenmerk:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρά]]-σημον, ου, τό, [[σῆμα]]<br />a [[side]]-[[mark]]: a [[mark]] of [[distinction]], the [[ensign]] of a [[ship]], Lat. [[insigne]], NTest.: the [[badge]] of a [[soldier]], Plut.
|mdlsjtxt=[[παρά]]-σημον, ου, τό, [[σῆμα]]<br />a [[side]]-[[mark]]: a [[mark]] of [[distinction]], the [[ensign]] of a [[ship]], Lat. [[insigne]], NTest.: the [[badge]] of a [[soldier]], Plut.
}}
}}