Anonymous

παράσημος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> marqué faussement, marqué d'un signe de mauvais aloi : [[παράσημον]] [[νόμισμα]] PLUT fausse monnaie ; <i>p. anal.</i> [[παράσημος]] [[δόξα]] EUR gloire illégitime, fausse gloire;<br /><b>2</b> annoté ; étrange, extraordinaire <i>en parl. de mots, de constructions, etc.</i> ; qui se fait remarquer <i>d'ord. en mauv. part</i> : τινι par qch ; παράσημός ἐστιν avec un part. qui se fait remarquer par (l'affectation de, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῆμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> marqué faussement, marqué d'un signe de mauvais aloi : [[παράσημον]] [[νόμισμα]] PLUT fausse monnaie ; <i>p. anal.</i> [[παράσημος]] [[δόξα]] EUR gloire illégitime, fausse gloire;<br /><b>2</b> annoté ; étrange, extraordinaire <i>en parl. de mots, de constructions, etc.</i> ; qui se fait remarquer <i>d'ord. en mauv. part</i> : τινι par qch ; παράσημός ἐστιν avec un part. qui se fait remarquer par (l'affectation de, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) μετὰ ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.
|elnltext=παράσημος -ον [παρά, σῆμα] gekenmerkt:. τήν... Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν... παράσημός ἐστιν hij valt op door zijn streven naar Laconische bondigheid Plut. Brut. 2.5; ἐν πλοίῳ... παρασήμῳ Διοσκούροις op een schip dat de Dioscuren als boegbeeld had NT Act. Ap. 28.11. met vals kenmerk, valselijk gekenmerkt, vals; overdr.: δύναμιν... παράσημον αἴνῳ macht, valselijk met lof overladen Aeschl. Ag. 779; ἀνδράρια... παράσημα valse kereltjes Aristoph. Ach. 518; παράσημος ῥήτωρ slecht redenaar Dem. 18.242. kenmerkend voor, tekenend voor, met gen.: τὸ παράσημον ὄνομα τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας de naam die tekenend is voor mijn vijandschap jegens jullie Plut. Cor. 23.5.
}}
{{elru
|elrutext='''παράσημος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[помеченный сбоку]], [[снабженный отметкой]]: [[πλοῖον]] [[παράσημον]] Διοσκούροις NT корабль с изображением Диоскуров;<br /><b class="num">2)</b> [[особенный]], [[необычный]], [[редкий]] (ῥήματα Anth.): π. ἐπιτηδεύων τὴν Λακωνικὴν βραχυλογίαν Plut. особенно склонный к лаконизму;<br /><b class="num">3)</b> [[прославленный]], [[славный]], [[знаменитый]] ([[ὄνομα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> снабженный неверным знаком, т. е. фальшивый, поддельный ([[νόμισμα]] Dem., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[дурной]], [[негодный]] ([[ῥήτωρ]] Dem.; [[δόξα]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[ложный]], [[мнимый]]: π. αἴνῳ Aesch. ложно прославляемый.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παράσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος, χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για [[νόμισμα]], σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[παράσημος]] [[δόξα]], σε Ευρ.· [[παράσημος]] αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα [[έπαινος]], δηλ. επαινούμενος από [[λάθος]] λόγο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λέξεις, εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακεκριμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παράσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος, χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για [[νόμισμα]], σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[παράσημος]] [[δόξα]], σε Ευρ.· [[παράσημος]] αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα [[έπαινος]], δηλ. επαινούμενος από [[λάθος]] λόγο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λέξεις, εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακεκριμένος, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράσημος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[помеченный сбоку]], [[снабженный отметкой]]: [[πλοῖον]] [[παράσημον]] Διοσκούροις NT корабль с изображением Диоскуров;<br /><b class="num">2)</b> [[особенный]], [[необычный]], [[редкий]] (ῥήματα Anth.): π. ἐπιτηδεύων τὴν Λακωνικὴν βραχυλογίαν Plut. особенно склонный к лаконизму;<br /><b class="num">3)</b> [[прославленный]], [[славный]], [[знаменитый]] ([[ὄνομα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> снабженный неверным знаком, т. е. фальшивый, поддельный ([[νόμισμα]] Dem., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[дурной]], [[негодный]] ([[ῥήτωρ]] Dem.; [[δόξα]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[ложный]], [[мнимый]]: π. αἴνῳ Aesch. ложно прославляемый.
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) μετὰ ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=παράσημος -ον [παρά, σῆμα] gekenmerkt:. τήν... Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν... παράσημός ἐστιν hij valt op door zijn streven naar Laconische bondigheid Plut. Brut. 2.5; ἐν πλοίῳ... παρασήμῳ Διοσκούροις op een schip dat de Dioscuren als boegbeeld had NT Act. Ap. 28.11. met vals kenmerk, valselijk gekenmerkt, vals; overdr.: δύναμιν... παράσημον αἴνῳ macht, valselijk met lof overladen Aeschl. Ag. 779; ἀνδράρια... παράσημα valse kereltjes Aristoph. Ach. 518; παράσημος ῥήτωρ slecht redenaar Dem. 18.242. kenmerkend voor, tekenend voor, met gen.: τὸ παράσημον ὄνομα τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας de naam die tekenend is voor mijn vijandschap jegens jullie Plut. Cor. 23.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj