Anonymous

παραινέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> παρῄνουν, <i>f.</i> παραινέσω, <i>rar.</i> παραινέσομαι, <i>ao.</i> [[παρῄνεσα]], <i>pf.</i> παρῄνεκα;<br /><i>Pass. ao.</i> παρῃνέθην, <i>pf.</i> παρῄνημαι;<br /><b>1</b> conseiller, exhorter : τινι, <i>rar.</i> τινα qqn ; [[τι]] donner un conseil ; τινί [[τι]] conseiller qch à qqn ; τινι ποιεῖν [[τι]] HDT exhorter qqn à faire qch ; π. ὁποίους τινὰς χρὴ [[εἶναι]] XÉN remontrer ce que doivent être (ces citoyens, des soldats, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> avertir;<br /><b>3</b> encourager.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰνέω]].
|btext=<i>impf.</i> παρῄνουν, <i>f.</i> παραινέσω, <i>rar.</i> παραινέσομαι, <i>ao.</i> [[παρῄνεσα]], <i>pf.</i> παρῄνεκα;<br /><i>Pass. ao.</i> παρῃνέθην, <i>pf.</i> παρῄνημαι;<br /><b>1</b> conseiller, exhorter : τινι, <i>rar.</i> τινα qqn ; [[τι]] donner un conseil ; τινί [[τι]] conseiller qch à qqn ; τινι ποιεῖν [[τι]] HDT exhorter qqn à faire qch ; π. ὁποίους τινὰς χρὴ [[εἶναι]] XÉN remontrer ce que doivent être (ces citoyens, des soldats, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> avertir;<br /><b>3</b> encourager.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰνέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραινέω''': παρατ. παρῄνει Θουκ., Ἰων. παραίνεε Ἡρόδ.· μέλλ. -έσω, Σοφ. Ο. Κ. 1181, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429, Εἰρ. 1246, Δημ., κλ.· -έσομαι Πλάτ. Μενέξ. 236Ε, Λουκ. Εἰκόν. 16· ἀόρ. παρῄνεσα Σοφ. Φ. 1434, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ.· πρκμ. παρῄνεκα Ἰσοκρ. 407Α. - Παθ., ἀόρ. παρῃνέθην Ἱππ.: πρκμ. ἀπαρ. παρῃνῆσθαι Θουκ. 7. 69. Προτρέπω, [[συμβουλεύω]], π. τινι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 80., 3. 4, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1132, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Θουκ. 7. 63· π. τινι Πινδ. Π. 6. 23, Αἰσχύλ. Πρ. 307, κτλ.· τι Ἡρόδ. 1. 59., 5. 31, Σοφ. Ο. Κ. 464, κτλ.· π. τινι, [[συμβουλεύω]] τινά, δίδω συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 903, Θουκ. 5. 10· ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι ἔστιν Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. -Παθ., [[ὥσπερ]] παρῃνέθη Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. 2) [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]] [[δημοσίᾳ]], παρῄνει τοιάδε Θουκ. 1. 139, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 13· οὐ π., [[συμβουλεύω]] νὰ μή.., μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ οὔ φημι κτλ., ὁ αὐτ. 2. 18. Πρβλ. [[αἰνέω]].
|elnltext=παρ-αινέω, Ion. aor. παραίνεσα, aansporen, raad geven; met dat.:; παραινεῖς μοι καλῶς jij geeft mij een goed advies Aeschl. Ch. 903; met acc. v. h. inw. obj.:; κέρδη παραινεῖς jij geeft nuttig advies Soph. Ant. 1326; met dat. en acc. v. h. inw. obj.:; παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα ik wil je een advies geven dat je voordeel brengt Soph. OC 464; met inf.:; παραίνεσε... κτείνειν πάντα hij gaf opdracht iedereen te doden Hdt. 1.80.3; met dat. en inf.: τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι de bemanningsleden van de vloot spoor ik aan niet bij de pakken neer te zitten Thuc. 7.63.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παραινέω:''' (fut. παραινέσω и παραινέσομαι; impf. [[παρῄνουν]]; pass.: aor. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι) убеждать, увещевать, советовать (τινι Thuc.; τινί τι Pind.; τινι ποιεῖν τι Her., Plat. и τινα ποιεῖν τι NT; περί τινος Thuc., Plat.): π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι Xen. указывать, как кто должен себя вести.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παραινέω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>παρῄνει</i>, Ιων. παραίνεε· μέλ. <i>-έσω</i> και <i>-έσομαι</i>· αόρ. αʹ [[παρῄνεσα]], παρακ. <i>παρῄνεκα</i> — Παθ., απαρ. παρακ. <i>παρῃνῆσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νουθετώ]], [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]], [[παραινέω]] τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[παραινέω]] τί τινι, σε Αισχύλ.· [[παραινέω]] τινί, [[συμβουλεύω]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλεύω]] ή [[προτείνω]] δημόσια, <i>παρῄνει τοιάδε</i>, σε Θουκ.· οὐ [[παραινέω]], [[συμβουλεύω]] να μην κάνει [[κάτι]] [[κάποιος]], στον ίδ.
|lsmtext='''παραινέω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>παρῄνει</i>, Ιων. παραίνεε· μέλ. <i>-έσω</i> και <i>-έσομαι</i>· αόρ. αʹ [[παρῄνεσα]], παρακ. <i>παρῄνεκα</i> — Παθ., απαρ. παρακ. <i>παρῃνῆσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νουθετώ]], [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]], [[παραινέω]] τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[παραινέω]] τί τινι, σε Αισχύλ.· [[παραινέω]] τινί, [[συμβουλεύω]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλεύω]] ή [[προτείνω]] δημόσια, <i>παρῄνει τοιάδε</i>, σε Θουκ.· οὐ [[παραινέω]], [[συμβουλεύω]] να μην κάνει [[κάτι]] [[κάποιος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραινέω:''' (fut. παραινέσω и παραινέσομαι; impf. [[παρῄνουν]]; pass.: aor. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι) убеждать, увещевать, советовать (τινι Thuc.; τινί τι Pind.; τινι ποιεῖν τι Her., Plat. и τινα ποιεῖν τι NT; περί τινος Thuc., Plat.): π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι Xen. указывать, как кто должен себя вести.
|lstext='''παραινέω''': παρατ. παρῄνει Θουκ., Ἰων. παραίνεε Ἡρόδ.· μέλλ. -έσω, Σοφ. Ο. Κ. 1181, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429, Εἰρ. 1246, Δημ., κλ.· -έσομαι Πλάτ. Μενέξ. 236Ε, Λουκ. Εἰκόν. 16· ἀόρ. παρῄνεσα Σοφ. Φ. 1434, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ.· πρκμ. παρῄνεκα Ἰσοκρ. 407Α. - Παθ., ἀόρ. παρῃνέθην Ἱππ.: πρκμ. ἀπαρ. παρῃνῆσθαι Θουκ. 7. 69. Προτρέπω, [[συμβουλεύω]], π. τινι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 80., 3. 4, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1132, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Θουκ. 7. 63· π. τινι Πινδ. Π. 6. 23, Αἰσχύλ. Πρ. 307, κτλ.· τι Ἡρόδ. 1. 59., 5. 31, Σοφ. Ο. Κ. 464, κτλ.· π. τινι, [[συμβουλεύω]] τινά, δίδω συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 903, Θουκ. 5. 10· ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι ἔστιν Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. -Παθ., [[ὥσπερ]] παρῃνέθη Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. 2) [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]] [[δημοσίᾳ]], παρῄνει τοιάδε Θουκ. 1. 139, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 13· οὐ π., [[συμβουλεύω]] νὰ μή.., μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ οὔ φημι κτλ., ὁ αὐτ. 2. 18. Πρβλ. [[αἰνέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αινέω, Ion. aor. παραίνεσα, aansporen, raad geven; met dat.:; παραινεῖς μοι καλῶς jij geeft mij een goed advies Aeschl. Ch. 903; met acc. v. h. inw. obj.:; κέρδη παραινεῖς jij geeft nuttig advies Soph. Ant. 1326; met dat. en acc. v. h. inw. obj.:; παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα ik wil je een advies geven dat je voordeel brengt Soph. OC 464; met inf.:; παραίνεσε... κτείνειν πάντα hij gaf opdracht iedereen te doden Hdt. 1.80.3; met dat. en inf.: τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι de bemanningsleden van de vloot spoor ik aan niet bij de pakken neer te zitten Thuc. 7.63.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj