Anonymous

παραλείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]].
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται ([[πρόσοδος]]), ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.
|elnltext=παρα-λείπω (terzijde) laten terzijde laten, achterwege laten, overlaten, met rust laten:. ὅσα … παρελέλειπτο alwat er terzijde was gelaten Thuc. 3.26.3; τὸ πρὸς ἀλλήλους ἀγωνίζεσθαι παραλείπειν de onderlinge strijd laten varen Dem. 18.16; πολλὰ και ἄλλα π. ἀτοπίας vele andere merkwaardigheden weglaten Thuc. 2.51.1; πολὺ δὲ πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων ἐστίν wat weggelaten is is veel omvangrijker dan wat gezegd is Isocr. 10.67; τὰ... παραλελειμμένα πειρᾶσθαι ζητεῖν de omissies proberen op te sporen Aristot. Pol. 1329b34; μικρὰ δ’ ἔτι παραλελεῖφθαι onbeduidende zaken zijn nog over Isocr. 4.74; παραλείψει οὐδέν hij zal niets sparen Xen. Hell. 4.6.4. overlaten, toestaan:. ἡμῖν … συμβουλεύειν παραλελοίπασιν ze hebben het aan ons overgelaten om te adviseren Isocr. 4.171; παραλελοίπασι τοῖς ἡττημένοις στῆσαι τρόπαιον ze hebben aan de overwonnenen toegestaan een zegeteken op te richten Plut. Arat. 28.3. voorbij laten gaan, negeren, verwaarlozen:. μήτε καιρὸν μήθ’ ὥραν π. geen kans of gunstig moment voorbij laten gaan Dem. 2.23; π. τὴν κατ’ ἐκείνου μήνυσιν de belastende verklaringen tegen hem negeren Plut. Cic. 20.7.
}}
{{elru
|elrutext='''παραλείπω:''' (pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[оставлять нетронутым]] (τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[предоставлять]], [[разрешать]] (λόγον τινί Aeschin.; τινὶ ποιεῖν τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пропускать]], [[обходить молчанием]], [[не упоминать]] (τινά и τι Arph., Lys. etc.): τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. пропуски, недочеты;<br /><b class="num">4)</b> [[упускать]] ([[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[пренебрегать]] (τὸ τοῦ θεοῦ τό τ᾽ [[εὐσεβές]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. -[[λέλοιπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], [[αφήνω]] να παραμείνει [[πίσω]], [[καταλείπω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται</i>, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[αφήνω]] σε κάποιον [[άλλο]], λόγον τινὶ [[παραλείπω]], [[αφήνω]] σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] στην [[άκρη]], δεν [[λαμβάνω]] υπόψιν, [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]], εάν το [[εισόδημα]] είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] [[χωρίς]] να πω [[κάτι]], [[παραμελώ]], [[αφήνω]] στην [[άκρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὰ παραλειπόμενα</i>, παραλείψεις, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. -[[λέλοιπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], [[αφήνω]] να παραμείνει [[πίσω]], [[καταλείπω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται</i>, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[αφήνω]] σε κάποιον [[άλλο]], λόγον τινὶ [[παραλείπω]], [[αφήνω]] σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] στην [[άκρη]], δεν [[λαμβάνω]] υπόψιν, [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]], εάν το [[εισόδημα]] είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] [[χωρίς]] να πω [[κάτι]], [[παραμελώ]], [[αφήνω]] στην [[άκρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὰ παραλειπόμενα</i>, παραλείψεις, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραλείπω:''' (pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[оставлять нетронутым]] (τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[предоставлять]], [[разрешать]] (λόγον τινί Aeschin.; τινὶ ποιεῖν τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пропускать]], [[обходить молчанием]], [[не упоминать]] (τινά и τι Arph., Lys. etc.): τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. пропуски, недочеты;<br /><b class="num">4)</b> [[упускать]] ([[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[пренебрегать]] (τὸ τοῦ θεοῦ τό τ᾽ [[εὐσεβές]] Eur.).
|lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται ([[πρόσοδος]]), ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-λείπω (terzijde) laten terzijde laten, achterwege laten, overlaten, met rust laten:. ὅσα … παρελέλειπτο alwat er terzijde was gelaten Thuc. 3.26.3; τὸ πρὸς ἀλλήλους ἀγωνίζεσθαι παραλείπειν de onderlinge strijd laten varen Dem. 18.16; πολλὰ και ἄλλα π. ἀτοπίας vele andere merkwaardigheden weglaten Thuc. 2.51.1; πολὺ δὲ πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων ἐστίν wat weggelaten is is veel omvangrijker dan wat gezegd is Isocr. 10.67; τὰ... παραλελειμμένα πειρᾶσθαι ζητεῖν de omissies proberen op te sporen Aristot. Pol. 1329b34; μικρὰ δ’ ἔτι παραλελεῖφθαι onbeduidende zaken zijn nog over Isocr. 4.74; παραλείψει οὐδέν hij zal niets sparen Xen. Hell. 4.6.4. overlaten, toestaan:. ἡμῖν … συμβουλεύειν παραλελοίπασιν ze hebben het aan ons overgelaten om te adviseren Isocr. 4.171; παραλελοίπασι τοῖς ἡττημένοις στῆσαι τρόπαιον ze hebben aan de overwonnenen toegestaan een zegeteken op te richten Plut. Arat. 28.3. voorbij laten gaan, negeren, verwaarlozen:. μήτε καιρὸν μήθ’ ὥραν π. geen kans of gunstig moment voorbij laten gaan Dem. 2.23; π. τὴν κατ’ ἐκείνου μήνυσιν de belastende verklaringen tegen hem negeren Plut. Cic. 20.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω perf. -[[λέλοιπα]]<br /><b class="num">I.</b> to [[leave]] on one [[side]], [[leave]] [[remaining]], Thuc., Xen.: —τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται is [[reserved]] for enemies, Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] to [[another]], λόγον τινὶ π. to [[leave]] him [[time]] for [[speaking]], Aeschin.<br /><b class="num">III.</b> to [[leave]] on one [[side]], [[pass]] by, [[neglect]], Eur., Ar., etc.: Pass., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]] if the [[revenue]] is [[insufficient]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> to [[pass]] [[over]], [[leave]] [[untold]], [[omit]], Eur., Thuc., etc.: Pass., τὰ παραλειπόμενα omissions, Plat.
|mdlsjtxt=fut. ψω perf. -[[λέλοιπα]]<br /><b class="num">I.</b> to [[leave]] on one [[side]], [[leave]] [[remaining]], Thuc., Xen.: —τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται is [[reserved]] for enemies, Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] to [[another]], λόγον τινὶ π. to [[leave]] him [[time]] for [[speaking]], Aeschin.<br /><b class="num">III.</b> to [[leave]] on one [[side]], [[pass]] by, [[neglect]], Eur., Ar., etc.: Pass., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]] if the [[revenue]] is [[insufficient]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> to [[pass]] [[over]], [[leave]] [[untold]], [[omit]], Eur., Thuc., etc.: Pass., τὰ παραλειπόμενα omissions, Plat.
}}
}}