Anonymous

πήνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πήνη''': , ὡς τὸ [[πηνίον]], ὁ [[μίτος]] τοῦ καλαμίου («μασουρίου») τῆς κερκίδος ἢ «σαγίττας», τὸ ὑφάδι, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕφασμα]], Εὐρ. Ἑκάβ. 471, Ἴων 197. ΙΙ. τὸ καλάμιον ἢ «μασοῦρι», ὡς τὸ [[πηνίον]], Ἀνθ. Π. 6. 160. (Πρβλ. [[πῆνος]], [[πηνίον]], [[πηνίζομαι]], Πηνελόπεια· Λατ. [[pannus]]· Σλαβ. o-pon-a (velum)· Γοτθ. fana ([[ῥάκος]])· Ἀρχ. Γερμ. fano (linteum).)
|elnltext=πήνη -ης, ἡ [[draad om een weefspoel]]; plur. [[weefsel]].
}}
{{elru
|elrutext='''πήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[нить утка]], pl. [[ткань]] (πῆναι ἀνθόκροκοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[веретено]] Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[κλωστή]] στην [[κουβαρίστρα]] ή στη σαΐτα του αργαλειού, [[υφάδι]], και στον πληθ., ο [[ιστός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ή [[μασούρι]], όπως το <i>πήνιον</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[κλωστή]] στην [[κουβαρίστρα]] ή στη σαΐτα του αργαλειού, [[υφάδι]], και στον πληθ., ο [[ιστός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ή [[μασούρι]], όπως το <i>πήνιον</i>, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[нить утка]], pl. [[ткань]] (πῆναι ἀνθόκροκοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[веретено]] Anth.
|lstext='''πήνη''': , ὡς τὸ [[πηνίον]], ὁ [[μίτος]] τοῦ καλαμίου («μασουρίου») τῆς κερκίδος ἢ «σαγίττας», τὸ ὑφάδι, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕφασμα]], Εὐρ. Ἑκάβ. 471, Ἴων 197. ΙΙ. τὸ καλάμιον ἢ «μασοῦρι», ὡς τὸ [[πηνίον]], Ἀνθ. Π. 6. 160. (Πρβλ. [[πῆνος]], [[πηνίον]], [[πηνίζομαι]], Πηνελόπεια· Λατ. [[pannus]]· Σλαβ. o-pon-a (velum)· Γοτθ. fana ([[ῥάκος]])· Ἀρχ. Γερμ. fano (linteum).)
}}
{{elnl
|elnltext=πήνη -ης, ἡ [[draad om een weefspoel]]; plur. [[weefsel]].
}}
}}
{{etym
{{etym