Anonymous

παραίρημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />bande, rognure qu’on ôte d'une pièce de drap, d'un vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bande, rognure qu’on ôte d'une pièce de drap, d'un vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων
|elnltext=παραίρημα -ατος, τό [παραιρέω] strook, reep (van een kledingstuk).
}}
{{elru
|elrutext='''παραίρημα:''' ατος τό кайма ткани, кромка, (отрезанная) полоска ткани, лента Thuc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραίρημα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''παραίρημα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραίρημα:''' ατος τό кайма ткани, кромка, (отрезанная) полоска ткани, лента Thuc.
|lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων
}}
{{elnl
|elnltext=παραίρημα -ατος, τό [παραιρέω] strook, reep (van een kledingstuk).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραίρημα]], ατος, τό, [from [[παραιρέω]]<br />the [[edge]] or selvage of [[cloth]] (cut off by the [[tailor]]): [[generally]], a [[band]], [[strip]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[παραίρημα]], ατος, τό, [from [[παραιρέω]]<br />the [[edge]] or selvage of [[cloth]] (cut off by the [[tailor]]): [[generally]], a [[band]], [[strip]], Thuc.
}}
}}