Anonymous

παμμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />tout à fait grand ; <i>neutre adv.</i> • [[παμμέγεθες]] ESCHN fortement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μέγεθος]].
|btext=ης, ες:<br />tout à fait grand ; <i>neutre adv.</i> • [[παμμέγεθες]] ESCHN fortement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μέγεθος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παμμεγέθης''': -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.
|elnltext=παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.
}}
{{elru
|elrutext='''παμμεγέθης:''' [[чрезвычайно большой]], [[огромный]], [[громадный]] ([[πρᾶγμα]] Xen.; [[πλῆθος]] θησαύρου Plat.; [[σημεῖον]] Dem.; ὀδόντες Arst.; [[ὄρος]] Polyb.; [[λίθος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παμμεγέθης:''' -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., [[παμμέγεθες]] ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.
|lsmtext='''παμμεγέθης:''' -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., [[παμμέγεθες]] ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παμμεγέθης:''' [[чрезвычайно большой]], [[огромный]], [[громадный]] ([[πρᾶγμα]] Xen.; [[πλῆθος]] θησαύρου Plat.; [[σημεῖον]] Dem.; ὀδόντες Arst.; [[ὄρος]] Polyb.; [[λίθος]] Plut.).
|lstext='''παμμεγέθης''': -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.]<br />neut. as adv., [[παμμέγεθες]] ἀναβοᾶν Aeschin.
|mdlsjtxt=παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.]<br />neut. as adv., [[παμμέγεθες]] ἀναβοᾶν Aeschin.
}}
}}