Anonymous

παρακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.
|elnltext=παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακτάομαι:''' [[приобретать]], [[усваивать]] (ξενικοὺς νόμους Her.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακτάομαι:''' [[приобретать]], [[усваивать]] (ξενικοὺς νόμους Her.).
|lstext='''παρακτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get [[over]] and [[above]]: in perf. -[[κέκτημαι]], to [[have]] [[over]] and [[above]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get [[over]] and [[above]]: in perf. -[[κέκτημαι]], to [[have]] [[over]] and [[above]], Hdt.
}}
}}