Anonymous

παραμελέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>Pass.</i> être négligé, abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μέλω]].
|btext=-ῶ :<br />laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>Pass.</i> être négligé, abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μέλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρᾰμελέω''': ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.
|elnltext=παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παρᾰμελέω:''' [[не обращать внимания]], [[пренебрегать]], [[быть равнодушным]]: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰμελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] να περάσει και [[αψηφώ]], είμαι [[αδιάφορος]], <i>τινός</i>, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., <i>παρημελήκεε</i>, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· <i>παραμελοῦντες</i>, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''παρᾰμελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] να περάσει και [[αψηφώ]], είμαι [[αδιάφορος]], <i>τινός</i>, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., <i>παρημελήκεε</i>, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· <i>παραμελοῦντες</i>, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρᾰμελέω:''' [[не обращать внимания]], [[пренебрегать]], [[быть равнодушным]]: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.
|lstext='''παρᾰμελέω''': ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[pass]] by and [[disregard]], to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked [[little]], Hdt.; παραμελοῦντες [[being]] [[negligent]], Plat.:—Pass. to be [[abandoned]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[pass]] by and [[disregard]], to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked [[little]], Hdt.; παραμελοῦντες [[being]] [[negligent]], Plat.:—Pass. to be [[abandoned]], Aesch.
}}
}}