Anonymous

παλίνορσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui s'élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], ὄρνυμαι.
|btext=ος, ον :<br />qui s'élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], ὄρνυμαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίνορσος''': -ον, ([[ὄρνυμι]]) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν [[παλίνορσος]] ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. [[παλινόρμενος]], [[παλίνορτος]]· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).
|elnltext=παλίνορσος -ον, Att. ook παλίνορρος [πάλιν, ὄρνυμαι] achterwaarts, terugdeinzend; uitbr. naar achteren verdraaid, verzwikt. Aristoph. Ach. 1179.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίνορσος:''' (ῐ) Hom. = [[παλινόρμενος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πᾰλίνορσος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που τινάσσεται προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]] [[ξανά]], σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με [[τίναγμα]] προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πᾰλίνορσος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που τινάσσεται προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]] [[ξανά]], σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με [[τίναγμα]] προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίνορσος:''' () Hom. = [[παλινόρμενος]].
|lstext='''πᾰλίνορσος''': -ον, ([[ὄρνυμι]]) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν [[παλίνορσος]] ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. [[παλινόρμενος]], [[παλίνορτος]]· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).
}}
{{elnl
|elnltext=παλίνορσος -ον, Att. ook παλίνορρος [πάλιν, ὄρνυμαι] achterwaarts, terugdeinzend; uitbr. naar achteren verdraaid, verzwikt. Aristoph. Ach. 1179.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίν-ορσος, ον, [[ὄρνυμι]]<br />starting [[back]], Il.:—neut. as adv. [[back]] [[again]], Anth.; [[attic]] παλίνορρον, with a [[backward]] [[wrench]], Ar.
|mdlsjtxt=πᾰλίν-ορσος, ον, [[ὄρνυμι]]<br />starting [[back]], Il.:—neut. as adv. [[back]] [[again]], Anth.; [[attic]] παλίνορρον, with a [[backward]] [[wrench]], Ar.
}}
}}