Anonymous

κριβανίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />cuit au four de campagne ; ὁ [[κριβανίτης]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />cuit au four de campagne ; ὁ [[κριβανίτης]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρῑβᾰνίτης''': -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος [[οὕτως]] ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, [[βοῦς]] κρ. [[αὐτόθι]] 87· πρβλ. [[κριβανωτός]].
|elnltext=κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).
}}
{{elru
|elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ (sc. [[ἄρτος]]) испеченный в духовой печи хлеб Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κρῑβᾰνίτης:''' ὁ, ψημένος σε ρηχή [[κατσαρόλα]] ([[τηγάνι]]), <i>ὁ κρ</i>. (ενν. [[ἄρτος]]), [[ψωμί]] ψημένο με αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικά, [[βοῦς]] κρ., στον ίδ.
|lsmtext='''κρῑβᾰνίτης:''' ὁ, ψημένος σε ρηχή [[κατσαρόλα]] ([[τηγάνι]]), <i>ὁ κρ</i>. (ενν. [[ἄρτος]]), [[ψωμί]] ψημένο με αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικά, [[βοῦς]] κρ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ (sc. [[ἄρτος]]) испеченный в духовой печи хлеб Arph.
|lstext='''κρῑβᾰνίτης''': -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος [[οὕτως]] ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, [[βοῦς]] κρ. [[αὐτόθι]] 87· πρβλ. [[κριβανωτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρῑ¯βᾰνίτης, ου,<br />[[baked]] in a pan (κρίβανοσ), ὁ κρ. (sc. ἄρτοσ), a [[loaf]] so [[baked]], Ar.; [[hence]], [[comically]], [[βοῦς]] κρ. Ar.
|mdlsjtxt=κρῑ¯βᾰνίτης, ου,<br />[[baked]] in a pan (κρίβανοσ), ὁ κρ. (sc. ἄρτοσ), a [[loaf]] so [[baked]], Ar.; [[hence]], [[comically]], [[βοῦς]] κρ. Ar.
}}
}}