Anonymous

παραγωγή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d'amener doucement;<br /><b>II.</b> action de naviguer le long de la côte;<br /><b>III.</b> action de conduire à côté :<br /><b>1</b> <i>t. de tactique</i> changement de marche d'une armée, de colonne en lignes, <i>d'où</i> marche par files <i>(à gauche ou à droite)</i>;<br /><b>2</b> action de dévier <i>ou</i> de faire dévier du droit chemin ; faute, délit, tromperie, fraude;<br /><b>3</b> altération du langage <i>particul. en parl. des</i> variations de formes selon les dialectes;<br /><b>IV.</b> action de prolonger ; remise, délai.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d'amener doucement;<br /><b>II.</b> action de naviguer le long de la côte;<br /><b>III.</b> action de conduire à côté :<br /><b>1</b> <i>t. de tactique</i> changement de marche d'une armée, de colonne en lignes, <i>d'où</i> marche par files <i>(à gauche ou à droite)</i>;<br /><b>2</b> action de dévier <i>ou</i> de faire dévier du droit chemin ; faute, délit, tromperie, fraude;<br /><b>3</b> altération du langage <i>particul. en parl. des</i> variations de formes selon les dialectes;<br /><b>IV.</b> action de prolonger ; remise, délai.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραγωγή''': ἡ, μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς [[μέτωπον]] [[παράταξις]], ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, [[παράγω]] Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ [[ἄνευ]] ψόφου [[κίνησις]] τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. [[παράγω]] ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, [[ἕνεκα]] τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ [[ἀπάτη]] αὐτή, [[ἕνεκα]] τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον [[ἐπιχείρημα]], [[σόφισμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 652. 14., 693. [[λόγος]] [[ταῦτα]] καὶ π. τοῦ πράγματος, [[πρᾶγμα]] ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - [[ὡσαύτως]], βραδύτης, [[ἀργοπορία]], ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· [[οὔτε]] σκήψεις [[οὔτε]] π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) [[ἀλλοίωσις]], [[μεταβολή]], τροποποίησις, [[οἷον]] γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, [[παράβασις]] τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) [[κατάπεισις]], [[μεταστροφή]], ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) [[προσθήκη]] ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) [[παραγωγή]], εξαγωγή, [[καρποφορία]], Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4.
|elnltext=παραγωγή -ῆς, ἡ [παράγω] het langsleiden:; παραγωγῇ τῶν κωπῶν met een glijdende beweging van de roeiriemen (over het water) Xen. Hell. 5.1.8; kustvaart:. τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν de vrachtschepen gebruikten ze voor kustvaart Xen. An. 5.1.16. het anders leiden, misleiden, omleiden, afleiden, overdr.: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν … ἀλλὰ τρόπους τεσσέρας παραγωγέων (zij gebruiken) niet dezelfde taal, maar vier verschillende varianten Hdt. 1.142.3; τῆς ἀπάτης π. bedrieglijke misleiding Hdt. 6.62.2; αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαί alle overtredingen tegen deze (wetten) Plat. Lg. 741d; τῶν θεῶν ὑπ’ ἀνθρώπων π. het ompraten van de goden door de mensen Plat. Resp. 364d; εὐλαβείᾳ καὶ παραγωγῇ πολεμήσειν te zullen strijden met voorzichtigheid en afleidingsmanoeuvres Plut. Luc. 29.1; παραγωγὰς πλασσομένοις afleidingsmanoeuvres makend Plut. CMi 63.7. geneesk. coaptatie (van ontwrichte ledematen).
}}
{{elru
|elrutext='''παραγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[плавание вдоль берега]], [[каботажная перевозка]] (τοῖς πλοίοις εἰς παραγωγὴν [[χρῆσθαι]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[фланговое движение]] Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[высадка на берег]] (τὴν παραγωγὴν ποιεῖσθαι Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[скользящее]] (бесшумное) движение (π. τῶν κωπῶν Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[завлекание]]: ἡ τῆς ἀπάτης π. Her. хитрый обман;<br /><b class="num">6)</b> [[увертка]], [[попытка увернуться]] (π. τοῦ πράγματος Dem.); отговорка, оттяжка, уловка (περιπλοκαὶ καὶ παραγωγαί Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[отклонение]], [[отступление]], [[нарушение]]: αἱ [[παρά]] τι παραγωγαί Plat. нарушения (отступления от) чего-л.;<br /><b class="num">8)</b> разновидность, (о языке) наречие, диалект: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий;<br /><b class="num">9)</b> грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова;<br /><b class="num">10)</b> грам. словопроизводство.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραγωγή:''' ἡ ([[παράγω]])· <b>I.1.</b> [[μετακίνηση]] μέσω ή δίπλα, [[μεταφορά]] [[απέναντι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[παράταξη]] από τη [[διάταξη]] της «στήλης» σε [[γραμμή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> παραγωγὴ [[τῶν]] κόπων, η αθόρυβη [[κίνηση]] των κουπιών, έτσι ώστε να μη δημιουργούν [[πιτσίλισμα]] ([[πίτυλος]]) [[καθώς]] βγαίνουν έξω από το [[νερό]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παραπλάνηση]], [[αποπλάνηση]], σε Ηρόδ.· εσφαλμένο [[επιχείρημα]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], σε Δημ.· επίσης, [[καθυστέρηση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τροποποίηση]], [[μεταβολή]], [[ποικιλία]], όπως στη [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πειθώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραγωγή:''' ἡ ([[παράγω]])· <b>I.1.</b> [[μετακίνηση]] μέσω ή δίπλα, [[μεταφορά]] [[απέναντι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[παράταξη]] από τη [[διάταξη]] της «στήλης» σε [[γραμμή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> παραγωγὴ [[τῶν]] κόπων, η αθόρυβη [[κίνηση]] των κουπιών, έτσι ώστε να μη δημιουργούν [[πιτσίλισμα]] ([[πίτυλος]]) [[καθώς]] βγαίνουν έξω από το [[νερό]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παραπλάνηση]], [[αποπλάνηση]], σε Ηρόδ.· εσφαλμένο [[επιχείρημα]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], σε Δημ.· επίσης, [[καθυστέρηση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τροποποίηση]], [[μεταβολή]], [[ποικιλία]], όπως στη [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πειθώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[плавание вдоль берега]], [[каботажная перевозка]] (τοῖς πλοίοις εἰς παραγωγὴν [[χρῆσθαι]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[фланговое движение]] Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[высадка на берег]] (τὴν παραγωγὴν ποιεῖσθαι Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[скользящее]] (бесшумное) движение (π. τῶν κωπῶν Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[завлекание]]: ἡ τῆς ἀπάτης π. Her. хитрый обман;<br /><b class="num">6)</b> [[увертка]], [[попытка увернуться]] (π. τοῦ πράγματος Dem.); отговорка, оттяжка, уловка (περιπλοκαὶ καὶ παραγωγαί Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[отклонение]], [[отступление]], [[нарушение]]: αἱ [[παρά]] τι παραγωγαί Plat. нарушения (отступления от) чего-л.;<br /><b class="num">8)</b> разновидность, (о языке) наречие, диалект: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий;<br /><b class="num">9)</b> грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова;<br /><b class="num">10)</b> грам. словопроизводство.
|lstext='''παραγωγή''': , μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς [[μέτωπον]] [[παράταξις]], ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, [[παράγω]] Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ [[ἄνευ]] ψόφου [[κίνησις]] τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. [[παράγω]] ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, [[ἕνεκα]] τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ [[ἀπάτη]] αὐτή, [[ἕνεκα]] τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον [[ἐπιχείρημα]], [[σόφισμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 652. 14., 693. 2· [[λόγος]] [[ταῦτα]] καὶ π. τοῦ πράγματος, [[πρᾶγμα]] ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - [[ὡσαύτως]], βραδύτης, [[ἀργοπορία]], ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· [[οὔτε]] σκήψεις [[οὔτε]] π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) [[ἀλλοίωσις]], [[μεταβολή]], τροποποίησις, [[οἷον]] γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, [[παράβασις]] τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) [[κατάπεισις]], [[μεταστροφή]], ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) [[προσθήκη]] ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) [[παραγωγή]], εξαγωγή, [[καρποφορία]], Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=παραγωγή -ῆς, [παράγω] het langsleiden:; παραγωγῇ τῶν κωπῶν met een glijdende beweging van de roeiriemen (over het water) Xen. Hell. 5.1.8; kustvaart:. τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν de vrachtschepen gebruikten ze voor kustvaart Xen. An. 5.1.16. het anders leiden, misleiden, omleiden, afleiden, overdr.: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν … ἀλλὰ τρόπους τεσσέρας παραγωγέων (zij gebruiken) niet dezelfde taal, maar vier verschillende varianten Hdt. 1.142.3; τῆς ἀπάτης π. bedrieglijke misleiding Hdt. 6.62.2; αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαί alle overtredingen tegen deze (wetten) Plat. Lg. 741d; τῶν θεῶν ὑπ’ ἀνθρώπων π. het ompraten van de goden door de mensen Plat. Resp. 364d; εὐλαβείᾳ καὶ παραγωγῇ πολεμήσειν te zullen strijden met voorzichtigheid en afleidingsmanoeuvres Plut. Luc. 29.1; παραγωγὰς πλασσομένοις afleidingsmanoeuvres makend Plut. CMi 63.7. geneesk. coaptatie (van ontwrichte ledematen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj