Anonymous

παραγκάλισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on tient embrassé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀγκαλίζομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on tient embrassé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀγκαλίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραγκάλισμα''': τό, τὸ ἐν ἀγκάλαις λαμβανόμενον, ἀγαπητόν τι καὶ προσφιλές, ἐρωμένη ἢ [[σύζυγος]], Σοφ. Ἀντ. 650· [[ὅθεν]] παρέλαβε τὴν λέξιν ὁ Λυκόφρ. 113, καὶ διώρθωσεν ὁ Δινδ. ἐν Εὐρ. Ἑλ. 242 ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) ἀντὶ [[ὑπαγκάλισμα]].
|elnltext=παραγκάλισμα -ατος, τό [παρά, ἀγκαλίζομαι] omhelzing.
}}
{{elru
|elrutext='''παραγκάλισμα:''' ατος τό то, что держат в объятьях, т. е. предмет нежной любви (ψυχρὸν π. Soph. - о злой жене).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραγκάλισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγκαλίζομαι]]), αυτό το οποίο μπορεί να κρατήσει [[κάποιος]] στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''παραγκάλισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγκαλίζομαι]]), αυτό το οποίο μπορεί να κρατήσει [[κάποιος]] στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραγκάλισμα:''' ατος τό то, что держат в объятьях, т. е. предмет нежной любви (ψυχρὸν π. Soph. - о злой жене).
|lstext='''παραγκάλισμα''': τό, τὸ ἐν ἀγκάλαις λαμβανόμενον, ἀγαπητόν τι καὶ προσφιλές, ἐρωμένη ἢ [[σύζυγος]], Σοφ. Ἀντ. 650· [[ὅθεν]] παρέλαβε τὴν λέξιν ὁ Λυκόφρ. 113, καὶ διώρθωσεν ὁ Δινδ. ἐν Εὐρ. Ἑλ. 242 ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) ἀντὶ [[ὑπαγκάλισμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραγκάλισμα -ατος, τό [παρά, ἀγκαλίζομαι] omhelzing.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρ-αγκάλισμα, ατος, τό, [[ἀγκαλίζομαι]]<br />that [[which]] is taken [[into]] the [[arms]], a [[beloved]] one, Soph.
|mdlsjtxt=παρ-αγκάλισμα, ατος, τό, [[ἀγκαλίζομαι]]<br />that [[which]] is taken [[into]] the [[arms]], a [[beloved]] one, Soph.
}}
}}