3,277,700
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être tout brillant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φαίνω]], <i>ou</i> pê rad. φαν redoublé. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être tout brillant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φαίνω]], <i>ou</i> pê rad. φαν redoublé. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παμφαίνω [πᾶς, φαίνω] alleen praes. en imperf., schitteren, blinken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμφαίνω:''' [[ярко сиять]], [[ослепительно сверкать]] (ἀστὴρ παμφαίνει Hom., Hes.; [[σάκος]] χαλκῷ παμφαῖνον Hom.); белеться (στήθεσι παμφαίνοντες, sc. νεκροί Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ. | |lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παμφαίνω''': [[λάμπω]], [[στίλβω]], [[ἀστράπτω]], ἐπὶ ἐστιλβωμένου μετάλλου (ἴδε [[παμφανόων]]), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Ἰλ. Λ. 30· [[σάκος]] χαλκῷ παμφαῖνον Ξ. 11· τεύχεσι παμφαίνων, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Τ. 398· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀστέρος, [[ὅστε]] [[μάλιστα]] λαμπρὸν παμφαίνησι ἢ -ῃσι (Ἐπικ. ἀντὶ παμφαίνει ἢ -ῃ) Ε. 6· πρῶτον παμφαίνων, ἐπὶ ἀνατέλλοντος ἀστέρος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565· στήθεσι παμφαίνοντες, ἔχοντες τὰ στήθη ἀπαστράπτοντα ἐκ τῆς λευκότητος, Ἰλ. Λ. 100. (Τύπος μετὰ ποιητ. ἀναδιπλ. τοῦ [[φαίνω]], πρβλ. [[βαμβαίνω]], [[παιφάσσω]], [[παφλάζω]], [[παιπάλη]] καὶ [[πασπάλη]], κτλ.) | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |