Anonymous

πάμπολυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-πόλλη, -πολυ;<br />tout à fait nombreux, tout à fait abondant;<br /><i>Sp.</i> [[πάμπλειστος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πολύς]].
|btext=-πόλλη, -πολυ;<br />tout à fait nombreux, tout à fait abondant;<br /><i>Sp.</i> [[πάμπλειστος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πολύς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάμπολυς''': -πόλλη, -πολυ, παρὰ [[πολύς]], [[λίαν]] [[μέγας]], [[πολυάριθμος]], [[γέλως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 320· [[πλῆθος]], [[ὄχλος]] Πλάτ. Νόμ. 677Ε· [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26· [[τύχη]] παμπόλλη αὐτόθ. 640 (ἀλλὰ πάμπολλος ὡς θηλ., Λουκ. Κυνίσκ. 1, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 8, ὅρα Ἀπολλών. π. Συντάξ. 42. 9)· ἐν τῷ πάμπολλα, καὶ τἀρχαῖ’ ἃ κατέλιπεν [[τότε]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 694, Λυσίας 156. 14, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ. ΙΙ. οὐδ. πάμπολυ, ὡς ἐπίρρ., πάρα πολύ, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 255D, κτλ. Πρβλ. [[παμπλείων]], [[πάμπλειστος]].
|elnltext=πάμπολυς -πόλλη -πολυ [πᾶς, πολύς] heel veel, heel groot, heel lang.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπολυς:''' παμπόλλη, [[πάμπολυ]] (compar. [[παμπλείων]])<br /><b class="num">1)</b> [[чрезвычайно многочисленный]], [[огромный]] ([[πλῆθος]] Plat.; [[στράτευμα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[необычайный]], [[чрезвычайный]] ([[τύχη]] Plat.): π. [[γέλως]] Arph. неудержимый смех;<br /><b class="num">3)</b> [[разнообразнейший]] или [[обильнейший]] (βοσκήματα Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πάμπολυς:''' -πόλλη, -πολυ, [[πάρα]] [[πολύς]], [[πολύς]], [[μεγάλος]] στον αριθμό, σε Αριστοφ., Ξεν.· σε πληθ., [[πάρα]] πολλοί, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πάμπολυς:''' -πόλλη, -πολυ, [[πάρα]] [[πολύς]], [[πολύς]], [[μεγάλος]] στον αριθμό, σε Αριστοφ., Ξεν.· σε πληθ., [[πάρα]] πολλοί, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάμπολυς:''' παμπόλλη, [[πάμπολυ]] (compar. [[παμπλείων]])<br /><b class="num">1)</b> [[чрезвычайно многочисленный]], [[огромный]] ([[πλῆθος]] Plat.; [[στράτευμα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[необычайный]], [[чрезвычайный]] ([[τύχη]] Plat.): π. [[γέλως]] Arph. неудержимый смех;<br /><b class="num">3)</b> [[разнообразнейший]] или [[обильнейший]] (βοσκήματα Plat.).
|lstext='''πάμπολυς''': -πόλλη, -πολυ, παρὰ [[πολύς]], [[λίαν]] [[μέγας]], [[πολυάριθμος]], [[γέλως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 320· [[πλῆθος]], [[ὄχλος]] Πλάτ. Νόμ. 677Ε· [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26· [[τύχη]] παμπόλλη αὐτόθ. 640 (ἀλλὰ πάμπολλος ὡς θηλ., Λουκ. Κυνίσκ. 1, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 8, ὅρα Ἀπολλών. π. Συντάξ. 42. 9)· ἐν τῷ πάμπολλα, καὶ τἀρχαῖ’ ἃ κατέλιπεν [[τότε]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 694, Λυσίας 156. 14, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ. ΙΙ. οὐδ. πάμπολυ, ὡς ἐπίρρ., πάρα πολύ, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 255D, κτλ. Πρβλ. [[παμπλείων]], [[πάμπλειστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάμπολυς -πόλλη -πολυ [πᾶς, πολύς] heel veel, heel groot, heel lang.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj