Anonymous

παραρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> παραρρήξω, <i>pf. intr.</i> παρέρρωγα, <i>ao.2 Pass.</i> παρερράγην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> briser, rompre en partie, <i>particul.</i> enfoncer un corps de troupes, le rompre sur un point;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> briser, rompre, déchirer : παραρρήγνυσθαι δι’ ὀργῆς PLUT éclater de colère;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.)</i> être rompu, déchiré, crevé ; παρερρωγότα PLUT fentes, crevasses de rochers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥήγνυμι]].
|btext=<i>f.</i> παραρρήξω, <i>pf. intr.</i> παρέρρωγα, <i>ao.2 Pass.</i> παρερράγην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> briser, rompre en partie, <i>particul.</i> enfoncer un corps de troupes, le rompre sur un point;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> briser, rompre, déchirer : παραρρήγνυσθαι δι’ ὀργῆς PLUT éclater de colère;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.)</i> être rompu, déchiré, crevé ; παρερρωγότα PLUT fentes, crevasses de rochers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραρρήγνῡμι''': ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. [[τεῖχος]], [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, [[παραβαίνω]], τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, [[κερχνώδης]], «βραχνὴ» [[φωνή]], ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.
|elnltext=παρα-ρρήγνυμι met acc. breken, scheuren; pass.:; χιτωνίου παραρραγέντος omdat haar manteltje gescheurd was Aristoph. Ran. 412; spec. milit. opbreken, doorbréken:; π. τὸ συνεστηκός de formatie opbreken Plut. Phil. 10.4; pass.:; τὰ γυμνὰ καὶ παραρρηγνύμενα τῆς ἐναντίας φάλαγγος de ongedekte en verbrokkelde delen van de linie van de tegenstander Plut. Brut. 42.2; abs. een doorbraak forceren. intrans. barsten, dóórbreken:; παρέρρωγεν... φλέψ een ader was gebarsten Soph. Ph. 824; med.-pass., spec. van stemgebruik:. ὁπηνίκα... αἴσθοιτο... παραρρηγνύμενον δι’ ὀργήν telkens als hij hoorde dat zijn stem oversloeg van woede Plut. TG et CG 2.6.
}}
{{elru
|elrutext='''παραρρήγνῡμι:''' (fut. παραρρήξω, aor. 2 pass. παρερράγην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[раздирать]] ([[χιτώνιον]] παραρραγέν Arst.): τοῦ πέπλου παρερρωγός τι Plut. разорванное место на одежде;<br /><b class="num">2)</b> воен. [[делать прорыв]], [[прорывать]], [[расстраивать]]: ὑπὸ τῶν Θηβαίων παραρρηγνύντων Thuc. будучи смяты (атакующими) фиванцами;<br /><b class="num">3)</b> перен. взрывать: παραρρηγνύμενος δι᾽ ὀργήν Plut. распаленный гневом, вспыливший;<br /><b class="num">4)</b> (pf. παρέρρωγα) разрываться, лопаться (φλὲψ παρέρρωγεν Soph.): τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς Plut. скалистые ущелья.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''παραρρήγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάζω]] από τα πλάγια, [[ιδίως]] [[σπάζω]] την πολεμική [[γραμμή]], σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί [[ρήγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. <i>παρέρρωγα</i>, [[σπάζω]] ή [[διαρρηγνύω]], σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]] παρερρωγυῖα, [[φωνή]] «σπασμένη» (από το [[πάθος]]), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''παραρρήγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάζω]] από τα πλάγια, [[ιδίως]] [[σπάζω]] την πολεμική [[γραμμή]], σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί [[ρήγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. <i>παρέρρωγα</i>, [[σπάζω]] ή [[διαρρηγνύω]], σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]] παρερρωγυῖα, [[φωνή]] «σπασμένη» (από το [[πάθος]]), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραρρήγνῡμι:''' (fut. παραρρήξω, aor. 2 pass. παρερράγην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[раздирать]] ([[χιτώνιον]] παραρραγέν Arst.): τοῦ πέπλου παρερρωγός τι Plut. разорванное место на одежде;<br /><b class="num">2)</b> воен. [[делать прорыв]], [[прорывать]], [[расстраивать]]: ὑπὸ τῶν Θηβαίων παραρρηγνύντων Thuc. будучи смяты (атакующими) фиванцами;<br /><b class="num">3)</b> перен. взрывать: παραρρηγνύμενος δι᾽ ὀργήν Plut. распаленный гневом, вспыливший;<br /><b class="num">4)</b> (pf. παρέρρωγα) разрываться, лопаться (φλὲψ παρέρρωγεν Soph.): τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς Plut. скалистые ущелья.
|lstext='''παραρρήγνῡμι''': ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. [[τεῖχος]], [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, [[παραβαίνω]], τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, [[κερχνώδης]], «βραχνὴ» [[φωνή]], ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-ρρήγνυμι met acc. breken, scheuren; pass.:; χιτωνίου παραρραγέντος omdat haar manteltje gescheurd was Aristoph. Ran. 412; spec. milit. opbreken, doorbréken:; π. τὸ συνεστηκός de formatie opbreken Plut. Phil. 10.4; pass.:; τὰ γυμνὰ καὶ παραρρηγνύμενα τῆς ἐναντίας φάλαγγος de ongedekte en verbrokkelde delen van de linie van de tegenstander Plut. Brut. 42.2; abs. een doorbraak forceren. intrans. barsten, dóórbreken:; παρέρρωγεν... φλέψ een ader was gebarsten Soph. Ph. 824; med.-pass., spec. van stemgebruik:. ὁπηνίκα... αἴσθοιτο... παραρρηγνύμενον δι’ ὀργήν telkens als hij hoorde dat zijn stem oversloeg van woede Plut. TG et CG 2.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> to [[break]] at the [[side]], esp. to [[break]] a [[line]] of [[battle]], Thuc.; and in Pass. to be [[broken]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor2 παρερράγην [ᾰ], with perf. 2 act. παρέρρωγα, to [[break]] or [[burst]] at the [[side]], Soph., Plut.<br /><b class="num">2.</b> φωνὴ παρερρωγυῖα a [[voice]] [[broken]] (by [[passion]]), Theophr.
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> to [[break]] at the [[side]], esp. to [[break]] a [[line]] of [[battle]], Thuc.; and in Pass. to be [[broken]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor2 παρερράγην [ᾰ], with perf. 2 act. παρέρρωγα, to [[break]] or [[burst]] at the [[side]], Soph., Plut.<br /><b class="num">2.</b> φωνὴ παρερρωγυῖα a [[voice]] [[broken]] (by [[passion]]), Theophr.
}}
}}