Anonymous

παιπαλόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=όεσσα, όεν;<br />rocailleux, raboteux, <i>ou selon d'autres</i>, sinueux, tortueux.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, avec redoubl.
|btext=όεσσα, όεν;<br />rocailleux, raboteux, <i>ou selon d'autres</i>, sinueux, tortueux.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, avec redoubl.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παιπαλόεις''': εσσα, εν, ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας· παρ’ Ὁμ. ἐπίθ. τῶν ὀρέων, [[ὄρος]] Ἰλ. Ν. 17· σκοπιὰ Ὀδ. Κ. 97, 148, 194· ἐπὶ ὀρεινῶν ὁδῶν ἢ ἀτραπῶν, ὁδὸς Ἰλ. Μ. 168, Ὀδ. Ρ. 204· ἀταρπὸς Ἰλ. Ρ. 743· ἐπὶ τῶν βραχωδῶν νήσων Ἴμβρου, Χίου, Σάμου, Ἰθάκης Ἰλ. Ν. 33, Ὀδ. Γ. 170, Δ. 671, Λ. 480, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου Μίμαντος καὶ τοῦ ὄρους Κύνθου, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 39, 141· παρ’ Ἡσιόδῳ π. βῆσσαι Θεογον. 860· - ἡ [[καθόλου]] [[ἔννοια]] ἥτις [[μάλιστα]] ἁρμόζει εἰς πάντα [[ταῦτα]] τὰ παραδείγματα [[εἶναι]], [[κρημνώδης]], [[πετρώδης]], ἀπορρώξ, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ αὐτῆς [[εἶναι]] παντάπασιν [[ἄγνωστος]]· ὁ Schneid. παραβάλλει τὴν λέξ. πρὸς τὸ δυσπαλής, dif-ficilis.
|elnltext=παιπαλόεις -όεσσα -όεν [παιπάλη?, πάλλω?] rotsachtig, ruw.
}}
{{elru
|elrutext='''παιπᾰλόεις:''' όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый ([[Ἰθάκη]], [[ὄρος]], [[σκοπιή]], [[ὁδός]] Hom.; [[Κύνθος]] HH; βῆσσαι Hes.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''παιπᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[παλιά]] Επικ. [[λέξη]] αμφίβ. προέλ., επίθ. που λέγεται για λόφους, μονοπάτια δασών και βραχώδη νησιά, σε Όμηρ.
|lsmtext='''παιπᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[παλιά]] Επικ. [[λέξη]] αμφίβ. προέλ., επίθ. που λέγεται για λόφους, μονοπάτια δασών και βραχώδη νησιά, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παιπᾰλόεις:''' όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый ([[Ἰθάκη]], [[ὄρος]], [[σκοπιή]], [[ὁδός]] Hom.; [[Κύνθος]] HH; βῆσσαι Hes.).
|lstext='''παιπαλόεις''': εσσα, εν, ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας· παρ’ Ὁμ. ἐπίθ. τῶν ὀρέων, [[ὄρος]] Ἰλ. Ν. 17· σκοπιὰ Ὀδ. Κ. 97, 148, 194· ἐπὶ ὀρεινῶν ὁδῶν ἢ ἀτραπῶν, ὁδὸς Ἰλ. Μ. 168, Ὀδ. Ρ. 204· ἀταρπὸς Ἰλ. Ρ. 743· ἐπὶ τῶν βραχωδῶν νήσων Ἴμβρου, Χίου, Σάμου, Ἰθάκης Ἰλ. Ν. 33, Ὀδ. Γ. 170, Δ. 671, Λ. 480, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου Μίμαντος καὶ τοῦ ὄρους Κύνθου, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 39, 141· παρ’ Ἡσιόδῳ π. βῆσσαι Θεογον. 860· - ἡ [[καθόλου]] [[ἔννοια]] ἥτις [[μάλιστα]] ἁρμόζει εἰς πάντα [[ταῦτα]] τὰ παραδείγματα [[εἶναι]], [[κρημνώδης]], [[πετρώδης]], ἀπορρώξ, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ αὐτῆς [[εἶναι]] παντάπασιν [[ἄγνωστος]]· ὁ Schneid. παραβάλλει τὴν λέξ. πρὸς τὸ δυσπαλής, dif-ficilis.
}}
{{elnl
|elnltext=παιπαλόεις -όεσσα -όεν [παιπάλη?, πάλλω?] rotsachtig, ruw.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παιπᾰλόεις, εσσα, εν<br />[[craggy]], [[rugged]], old epic [[word]] of [[uncertain]] [[origin]], [[epithet]] of hills, [[mountain]]-paths, and [[rocky]] islands, Hom.
|mdlsjtxt=παιπᾰλόεις, εσσα, εν<br />[[craggy]], [[rugged]], old epic [[word]] of [[uncertain]] [[origin]], [[epithet]] of hills, [[mountain]]-paths, and [[rocky]] islands, Hom.
}}
}}