Anonymous

παρορμητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.
|elnltext=παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.
}}
{{elru
|elrutext='''παρορμητικός:''' [[побуждающий]], [[поощряющий]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρορμητικός:''' -ή, -όν ([[παρορμάω]]), [[προτρεπτικός]], [[διεγερτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρορμητικός:''' -ή, -όν ([[παρορμάω]]), [[προτρεπτικός]], [[διεγερτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρορμητικός:''' [[побуждающий]], [[поощряющий]] (πρός τι Plut.).
|lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.
}}
{{elnl
|elnltext=παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρορμητικός]], ή, όν [[παρορμάω]]<br />[[stimulative]], Plut.
|mdlsjtxt=[[παρορμητικός]], ή, όν [[παρορμάω]]<br />[[stimulative]], Plut.
}}
}}