Anonymous

παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d'auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d'auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
{{elru
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
}}
}}