Anonymous

παροίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παροίξω, <i>pf.</i> παρέῳγα;<br />entrouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴγνυμι]].
|btext=<i>f.</i> παροίξω, <i>pf.</i> παρέῳγα;<br />entrouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροίγνυμι''': ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - [[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.
|elnltext=παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.
}}
{{elru
|elrutext='''παροίγνῡμι:''' (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροίγνῡμι:''' (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).
|lstext='''παροίγνυμι''': ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - [[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -οίγω fut. -οίξω<br />to [[open]] at the [[side]] or a [[little]], [[half]]-[[open]], Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the [[door]], put it ajar, Ar.
|mdlsjtxt=or -οίγω fut. -οίξω<br />to [[open]] at the [[side]] or a [[little]], [[half]]-[[open]], Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the [[door]], put it ajar, Ar.
}}
}}